Μια σειρά από αλλαγές φέρνει στην καθημερινότητα μας, το νομοσχέδιο για το πλαστικό χρήμα και χρειάζεται προσοχή για να μην πληρώσουμε ακριβά… τις αλλαγές.
Από την 1η Ιανουαρίου η χρήση του αφορολόγητου θα επιτυγχάνεται μόνο με ηλεκτρονικές συναλλαγές για το σύνολο σχεδόν των φορολογουμένων, μπαίνει τέλος στις συναλλαγές με μετρητά για ποσά άνω των 500 ευρώ, οι επιτηδευματίες υποχρεούνται πλέον να ανοίξουν επαγγελματικό λογαριασμό για την επιχειρηματική τους δραστηριότητα και η μισθοδοσία θα γίνεται πλέον αποκλειστικά με ηλεκτρονικά μέσα, στις κυριότερες από τις αλλαγές που έρχονται στην καθημερινότητα μας. Μισθωτοί, συνταξιούχοι και αγρότες προκειμένου να εξασφαλίσουν την έκπτωση φόρου των 1.900 έως 2.100 ευρώ που οδηγεί σε έμμεσο αφορολόγητο όριο εισοδήματος από 8.636 έως και 9.545 ευρώ ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση, με βάση τα σημερινά δεδομένα, θα πρέπει να έχουν καταναλώσει ένα μέρος του εισοδήματός, υποχρεωτικά μέσω πλαστικού χρήματος. Εφόσον το εισόδημα είναι έως 10.000 ευρώ, απαιτείται ποσοστό δαπανών 10% με πλαστικό χρήμα. Για εισόδημα 9.000 ευρώ, απαιτούνται συναλλαγές με ηλεκτρονικό χρήμα 900 ευρώ, στα 10.000 ευρώ αυξάνονται σε 1.000 ευρώ. Για μεγαλύτερα εισοδήματα ακολουθούν δύο ακόμα συντελεστές. Στο κλιμάκιο εισοδήματος από 10.001 έως και 30.000 ευρώ ο συντελεστής είναι 15%, ενώ στο κλιμάκιο εισοδήματος άνω των 30.000 ευρώ ο συντελεστής είναι 20% (με μέγιστο όριο απαιτούμενων πληρωμών τα 30.000 ευρώ). Από το μέτρο εξαιρούνται οι φορολογούμενοι άνω των 70 ετών και τα άτομα με αναπηρία από 80% και άνω καθώς και όσοι βρίσκονται σε δικαστική συμπαράσταση που φορολογούνται με την κλίμακα από μισθωτή υπηρεσία και συντάξεις. Ωστόσο και αυτοί οι φορολογούμενοι θα πρέπει να εμφανίσουν δαπάνες με χάρτινες αποδείξεις ανάλογα με το ύψος του εισοδήματός τους για να εξασφαλίσουν την έκπτωση φόρου.
Και ποιο είναι το αποκορύφωμα; Ότι όσοι δεν καταφέρουν να συγκεντρώσουν το απαιτούμενο ποσό δαπανών με πλαστικό χρήμα θα πληρώσουν πρόσθετο φόρο. Τα ποσοστά υποχρεωτικών δαπανών με πλαστικό χρήμα, σε σχέση με το εισόδημα είναι σχετικά χαμηλά και θεωρείται ότι οι φορολογούμενοι εύκολα μπορούν να το καλύψουν. Η ποινή όμως αν δεν καλυφθεί το απαιτούμενο όριο δαπανών, είναι υψηλή. Αν δεν καλύπτεται το ελάχιστο απαιτούμενο ποσό, τότε ο φόρος εισοδήματος προσαυξάνεται κατά το ποσό που προκύπτει από τη θετική διαφορά μεταξύ του απαιτούμενου και του δηλωθέντος ποσού, πολλαπλασιαζόμενης με συντελεστή 22%.
Ας ψαχτούμε από τώρα…