Δ. Στυλιανίδης, Γεωπόνος
Τα κάλανδα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, ολόκληρη η παρέα, τα ξεκινήσαμε σε ηλικία 6-7 ετών. Στην αρχή στη γειτονιά και στα συγγενικά σπίτια.
Αργότερα σε όλο τον συνοικισμό. Ξεκινούσαμε αμέσως μετά τα μεσάνυχτα και σταματούσαμε το πρωί όταν έφεγγε καλά. Ο απολογισμός της συγκομιδής συνεχιζόταν στο σπίτι. Τα περισσότερα ήταν ξυλοκέρατα. Ακολουθούσαν τα αποξηραμένη σύκα. Τα καρύδια και τα αμύγδαλα τελευταία και λιγοστά. Σπάνια και ένα-δύο μανταρίνια. Καρυδιές στο χωριό υπήρχαν πολύ λίγες στην ημιορεινή ζώνη, στα σύνορα με τον Κολινδρό. Τα αμύγδαλα λιγοστά γιατί πολύ συχνά ο παγετός κατέστρεφε τα άνθη.
Δεν ήμασταν βέβαια ευχαριστημένοι για την πλούσια συλλογή ξυλοκέρατων. Προτιμούσαμε τα άλλα δώρα, μα προπαντός τις δραχμές. Και ας ήταν και τρύπιες δεκάρες. Το βράδυ στην αναμμένη σόμπα βάζαμε τα ξυλοκέρατα μέχρι να μαλακώσουν και τα τρώγαμε ευχάριστα.
Ήλθε ο πόλεμος του σαράντα και σταμάτησαν τα κάλανδα, σταμάτησαν εκείνες οι χαρές και οι ψαλμωδίες μέχρι βραχνιάσματος. Το 1942 πήγα στη Θεσσαλονίκη, μαθητής Γυμνασίου. Η πείνα του 1941 συνέχιζε να υπάρχει, αλλά σε σαφώς μικρότερο βαθμό.
Έλειπαν πολλά, μεταξύ αυτών και η ζάχαρη. Η Ελλάδα δεν παρήγαγε ζάχαρη και οι εισαγωγές σταμάτησαν εντελώς. Η έλλειψη της ζάχαρης προκάλεσε κάποια προβλήματα στην υγεία πολλών ανθρώπων, σύμφωνα με τις γνωματεύσεις των γιατρών. Η γλυκόζη, συστατικό της ζάχαρης, είναι το σάκχαρο του εγκεφάλου που με το οξυγόνο καίγεται και η παραγόμενη ενέργεια ρυθμίζει τη λειτουργία του εγκεφάλου. Το χαρουπόμελο ήταν αυτό που έδωσε τη λύση. Το εύρισκε κανείς στα λαδάδικα, όπου ξεφόρτωναν τα καΐκια μεγάλες ποσότητες, που προερχόταν προφανώς από την Κρήτη. Χαράς ευαγγέλιο λουκουμάδες με χαρουπόμελο ήταν το πρώτο γλύκισμα που φάγαμε. Να που τα χαρούπια αναπλήρωσαν, τουλάχιστον σε ένα βαθμό, την έλλειψη της ζάχαρης, και απέδειξαν ότι δεν είναι ένας καρπός χωρίς αξία.
Οι σπόροι των χαρουπιών (ξυλοκέρατων), ήταν γνωστοί από πολύ παλιά για την αξία τους στην επεξεργασία των υφασμάτων (φινίρισμα). Μαύρος Χρυσός ονομάζονταν τότε οι σπόροι. Μάλιστα είχαν τόση αξία που πολλοί υποστηρίζουν ότι απ’ αυτούς βγήκε η λέξη καράτιον για τον χρυσό. Υποστηρίζεται ότι η λέξη κοράτιον προήλθε από τη λέξη κεράτιον που ήταν τότε η ονομασία του ξυλοκέρατου. Μάλιστα οι ασχολούμενοι με τα υφάσματα ζήτησαν από την τότε ΕΟΚ (σήμερα ΕΕ) να καταρτίσει πρόγραμμα για τη δημιουργία ποικιλιών με περισσότερους σπόρους. Όπως ανακοινώθηκε σε μια σύσκεψη, επιτεύχθηκε η δημιουργία ποικιλιών στις οποίες οι σπόροι αποτελούσαν το 13% του όλου καρπού.
Σε μια άλλη σύσκεψη στις Βρυξέλλες, εκπρόσωποι πέντε εργοστασίων από τη Γερμανία και την Ελβετία ζήτησαν από την ΕΟΚ να καταρτίσει πρόγραμμα παραγωγής ποικιλιών χωρίς σπόρους (άσπερμες). Στη σύσκεψη όπου συμμετείχαν και τρεις Έλληνες, ο τότε Διευθυντής του Ινστιτούτου Φυλλοβόλων Δένδρων Συργιαννίδης Γεώργιος, ο κ. Σπ. Λιονάκης από το Ινστιτούτο Υποτροπικών και ελαίας και ο γράφων. Ο κ. Λιονάκης ήταν ο εισηγητής εκ μέρους της Ελληνικής Έρευνας.
Οι εκπρόσωποι των εργοστασίων τόνισαν την ανάγκη να παρασκευασθούν για τα μικρά παιδιά τροφές από τα ξυλοκέρατα οι οποίες θα αντικαταστήσουν το κακάο το οποίο λόγω μεγάλης περιεκτικότητας αλκαλοειδών βλάπτει την υγεία των μικρών παιδιών.
Η ύπαρξη άσπερμων ποικιλιών θα συνέβαλε πολύ στην παραγωγή αυτών των τροφών από τα ξυλοκέρατα. Μάλιστα έδωσαν στον κ. Λιονάκη ένα δείγμα για να το δοκιμάσει.
Πόσο λοιπόν μεγάλη είναι η αξία του ξυλοκέρατου, χαρουπιού, κεράτιου, που εμείς δεν τα προτιμούσαμε στα κάλανδα.