Γράφει ο ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΒΑΣΙΑΔΗΣ
Συνεχόμενες επιτόπιες παραστάσεις σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια και επικοινωνία με τους τοπικούς φορείς και τα στελέχη του χώρου της Υγείας, αναδεικνύουν απαισιόδοξες διαπιστώσεις που είναι ταυτόσημες παντού.
Οι διαπιστώσεις αυτές ξεκινούν από την υπέρμετρη μείωση των δημοσίων δαπανών για την Υγεία με δραματικές συνέπειες για την περίθαλψη των πολιτών.
Οι συνέπειες χαρακτηρίζονται από την εμφανή υποστελέχωση των νοσοκομειακών μονάδων σε μόνιμο ιατρικό προσωπικό, η οποία κατά μέσον όρο ανέρχεται στο 50%.
Στην ιατρική υποστελέχωση προστίθεται και η μεγάλη έλλειψη ειδικευομένων ιατρών στα Νοσοκομεία.
Η έλλειψη επαρκούς ιατρικού προσωπικού αναδεικνύει και την αδυναμία ασφαλούς εφημέρευσης κλινικών και τμημάτων.
Πέραν τούτων η ασφαλής λειτουργία των νοσοκομείων πλήττεται και από την έλλειψη νοσηλευτικού και λοιπού προσωπικού.
Παραλληλα οι δημόσιες δομές της πρωτοβάθμιας περίθαλψης δεν επαρκούν για την κάλυψη των αναγκών.
Οι μονάδες ΠΕΔΥ λειτουργούν υποτυπωδώς ενώ τα Κέντρα Υγείας αντιμετωπίζουν πολλά και σοβαρά προβλήματα, τα οποία αυξάνουν με τις αποσπάσεις γενικών ιατρών, προκειμένου να καλύπτουν εφημεριακές ανάγκες των Νοσοκομείων. Πέραν τούτων, εγγενείς δυσλειτουργίες στο ΕΚΑΒ δημιουργούν ένα επισφαλές περιβάλλον στην υπόθεση των διακομιδών.
Οι συμβεβλημένοι αυτοαπασχολούμενοι ιατροί με τον ΕΟΠΥΥ είναι ελάχιστοι και αυτοί με αναξιοπρεπείς συμβάσεις που συνεχώς τροποποιούνται μονομερώς εις βάρος τους, από ένα αυθαίρετο και αναξιόπιστο κράτος, που έχει διαμορφώσει καθεστώς μονοψωνίου στην αγορά υπηρεσιών υγείας.
Τα ιδιωτικά ιατρεία, λόγω της φτωχοποίησης της κοινωνίας από τα περιοριστικά μέτρα που συνεχώς επιβάλλονται, υπολειτουργούν. Πολλά κλείνουν και οι ιατροί οδηγούνται στην υπαλληλοποίηση ή στην ανεργία, ενώ αρκετοί είναι αυτοί που αναγκάζονται να μεταναστεύσουν.
Ειδικότερα, τα ιδιωτικά ιατρικά εργαστήρια αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα εξαιτίας του χαμηλού προϋπολογισμού για τις διαγνωστικές εξετάσεις και του απαράδεκτου και υπερβολικού clawback, το οποίο επιβάλλεται, πλέον του rebate.
Όλα αυτά, σε συνδυασμό με την κοστολόγηση και κάλυψη από τον ΕΟΠΥΥ νέων εξετάσεων χωρίς την ανάλογη αύξηση του προϋπολογισμού του Οργανισμού, δημιουργούν ένα ασφυκτικό περιβάλλον γι αυτή την κατηγορία των ιατρών οι οποίοι καλούνται καθημερινά να καλύψουν εξ ιδίων τα κενά που δημιουργεί στην περίθαλψη η ανεπάρκεια των δημοσίων δομών πρωτοβάθμιας περίθαλψης.
Η καταγραφή των ως άνω ζητημάτων επικαιροποιεί την αναγκαιότητα αύξησης του προϋπολογισμού των δημόσιων δαπανών υγείας, ώστε να οργανωθούν υπηρεσίες πρωτοβάθμιας περίθαλψης με δημόσιες δομές, που θα αποσυμφορίζουν τα Νοσοκομεία από έναν ρόλο που δεν τους ανήκει. Να σημειωθεί ότι η προσέλευση των ασθενών στα Νοσοκομεία, για την παροχή υπηρεσιών πρωτοβάθμιας περίθαλψης, έχει αυξηθεί το τελευταίο διάστημα κατά 70%.
Παράλληλα επιβάλλεται να προχωρήσει η στελέχωση των Νοσοκομείων με μόνιμο νέο προσωπικό για την ανανέωση του, καθώς και η ανανέωση της υλικοτεχνικής υποδομής, η αντικατάσταση των πεπαλαιωμένων μηχανημάτων και η επαρκής προμήθεια αναλώσιμων υλικών.
Η προώθηση των νέων ιατρικών συμβάσεων με τον ΕΟΠΥ που λιμνάζουν, η αύξηση της κρατικής επιχορήγησης του ΕΟΠΥΥ στο 1% του ΑΕΠ αντί του 0,28 που είναι σήμερα, ώστε αυτός να ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις του έναντι των πολιτών, καθώς και η διασφάλιση της απευθείας μεταφοράς των εισφορών ασθένειας των Ασφαλιστικών Οργανισμών προς τον ΕΟΠΥΥ, αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις για την Υγεία των πολιτών.
Η αύξηση των δημοσίων δαπανών υγείας αποτελεί γενική αναγκαιότητα και απαίτηση προς κάθε αρμόδιο