Το σάλι όπως το ονόμαζαν στο Ρουμλούκι, ήταν μια σχεδία, ένα ξύλινο πλωτό κατασκεύασμα, αποτελούμενο από ξύλινες βάρκες και ένα κατάστρωμα. Τέτοιες σχεδίες είχαν κάποτε όλα σχεδόν τα ποτάμια, ο Αξιός, ο Πηνειός, και άλλα. Τις εγκαθιστούσαν συνήθως στο πιο στενό σημείο του ποταμού, για δυο λόγους. Πρώτον, γιατί το νερό στο στενό σημείο είναι πάντοτε πιο βαθύ, και δεύτερον, γιατί το συρματόσχοινο στο οποίο ήταν γαντζωμένη η σχεδία, ήταν πιο τεντωμένο.
Η κατασκευή και η λειτουργία της σχεδίας ήταν απλή. Κατασκεύαζαν πρώτα τις βάρκες με όλες τις προδιαγραφές που απαιτεί η ναυπηγική τέχνη Μετά τις καλαφάτιζαν (έκλειναν τις ενώσεις με πίσσα), τις άλειφαν με το ίδιο υλικό επίσης σε όλη την επιφάνεια, για να αντέχουν στα νερά και να είναι στεγανές. Όταν ήταν πια έτοιμες, τις ένωναν με χοντρά μαδέρια. Όσο μεγαλύτερη επιφάνεια είχε το πάτωμα, τόσο μεγαλύτερο βάρος μπορούσε να μεταφέρει. Γι’ αυτό φρόντιζαν ώστε οι βάρκες, που συνήθως ήταν δύο ή τρεις να είναι όσο το δυνατόν μεγαλύτερες.
Η πορεία κόντρα στα νερά του ποταμού πετυχαίνονταν με ένα συρματόσχοινο, σαν αυτά που έχουν σήμερα στα χιονοδρομικά κέντρα που μεταφέρουν αναβατήρες. Έμπηγαν μεγάλους κορμούς δέντρων στο έδαφος, πάνω στις δύο όχθες, και από εκεί τέντωναν το συρματόσχοινο με τη βοήθεια
ενός ή δύο ζευγαριών ζώων, συνήθως βουβαλιών, και το σταθεροποιούσαν, αφήνοντας πάντοτε ένα περιθώριο ελαστικότητας, για τη συστολή και διαστολή, λόγω αλλαγής της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος. Πλάι στην κουπαστή έδεναν ένα συρματόσχοινο στο ίδιο πάχος και στην άλλη άκρη συνέδεαν ένα καρούλι, το οποίο περνούσαν με ειδικό συνδετήρα μέσα στο συρματόσχοινο , όπως ακριβώς κρέμονται και οι αναβατήρες.
Όταν ήθελαν να διασχίσουν το ποτάμι, ελευθέρωναν τη σχεδία, και αμέσως απομακρύνονταν, ακολουθώντας την πορεία του συρματόσχοινου, με οδηγό το καρούλι, το οποίο ο καραβοκύρης συνεχώς το τραβούσε προς την πλευρά που πήγαινε, με ελάχιστη δύναμη. Όταν πλησίαζε την αποβάθρα, κοντράριζε το καρούλι και η σχεδία φρενάριζε, κόβοντας την ταχύτητα και κατέληγε ομαλά στη ράμπα. Αμέσως έριχνε ένα σκοινί έξω και το έδενε από έναν πάσσαλο, ώσπου να αποβιβαστούν οι άνθρωποι και το φορτίο, που αρκετές φορές ήταν πολλές χιλιάδες οκάδες, όπως όταν επρόκειτο για λεωφορείο, για τρακτέρ, ακόμα και θεριζοαλωνιστικές μηχανές.
Καλούς καραβοτεχνίτες είχε η Κουλιακιά. Είχαμε όμως και στο χωριό μου, το Κεφαλοχώρι έναν ηλικιωμένο, τον μπάρμπα-Βασίλη Γκέκα, που τα χέρια του μαστόρευαν με ό,τι και να καταπιανόταν. Ζούσε όλα τα χρόνια κοντά στο ποτάμι, σε μια καλύβα ψαρεύοντας με την βάρκα του. Το 1950 κατασκεύασε ένα σάλι, που δούλεψε αρκετά χρόνια στην περιοχή Ραψομανίκης.
Ένας ήταν ο κίνδυνος για το σάλι, το αρτήρισμα (η κατεβασιά) του νερού. Τότε μαζί με τα αφρισμένα, ορμητικά νερά κατέβαιναν και μεγάλοι κορμοί δέντρων, που μπορούσαν να το τσακίσουν και να παρασύρουν τα συντρίμμια του ως τη θάλασσα, στο Θερμαϊκό.
Για μας τα παιδιά αυτό το μέσον αποτελούσε διασκέδαση. Ήταν ωραία να διασχίζεις τον αγριεμένο Αλιάκμονα με ασφάλεια. Αποτελούσε άλλωστε τη μοναδική μας εμπειρία από πλεούμενα, αφού τα θαλασσινά μας ήταν εντελώς άγνωστα
Εκείνο που θυμούμαι πάνω στο σάλι ήταν ότι είχες την αίσθηση πως δεν προχωράει. Όταν μεγάλωσα πλέον, το χρησιμοποιούσαμε συχνά την περίοδο που κουβαλούσαμε καυσόξυλα από το δάσος της Βεργίνας. Τότε είχαμε μια άλλη σχέση, ας πούμε επαγγελματική, μ’ αυτό το πανάρχαιο πλωτό μέσον, που σταμάτησε λίγο πριν γίνει το φράγμα της Βαρβάρας και η μεγάλη γέφυρα.
Σήμερα έχει απομείνει μόνο η ανάμνηση και οι φωτογραφίες της συλλογής μου.