-Έφτασε…!
Τη χαίρομαι την εκφώνηση αυτήν κάθε φορά που την ακούω, να αντηχεί στο χώρο του καφενείου, παρόμοια με σάλπιγγα στο χώρο του στρατώνα.
-Έφτασε!
Κι αυτός που «έφτασε» δεν είναι παρά ο αχνιστός καφές που με λαχτάρα περιμένει ο μερακλής πελάτης.
Εμένα όμως, χτες φτερούγισε η καρδιά καθώς ακούστηκε η φωνή του σερβιτόρου, γιατί στο νου μου ήλθαν οι καλές εκείνες μέρες που τις ξεκινούσαμε το πρωί συντροφιά παρέα των γειτόνων.
Κάμναμε τη στάση μας ορεξάτοι στο καφενεδάκι της διασταύρωσης, πιάναμε θέση στη συνηθισμένη μας γωνιά και αφού ανταλλάζαμε την καλημέρα μας, καλούσαμε το σερβιτόρο:
-Μέτριο και με ολίγη!
-Γλυκή βραστό! Και να καίει όταν έλθει.
-Σκέτο και με πολλές φυσαλίδες!
«Έφτασε!» διαβεβαίωνε εκείνος. Εμείς όμως ξέραμε πως πρέπει να κάνουμε υπομονή. Κι όταν ερχόταν ο δίσκος επινόησής του, είμασταν βέβαιοι πως ο μισός καφές είχε μεταναστεύσει στο πιατάκι.
-Τον έχυσες πάλι απρόσεκτε!
«Θα πάρεις λεφτά» παρηγορούσε ο σερβιτόρος. Και συνήθως δεν έπεφτε έξω. Στο μαγαζί όλων μας ο πελάτης περίμενε.
Κάποτε, μαζί με τους καφέδες προσγειωνόταν στην καρέκλα που είχε μείνει άδεια ή που την έφερνε μαζί του ο «τρακαδόρος», για να μας πει δήθεν την καλημέρα του. Εναγωνίως περίμενε το «τί θα πάρεις;» για να κάνει στην αρχή το δύσκολο και να ενδώσει στο τέλος: «Αφού επιμένετε…». Και έσπευδε να δώσει την παραγγελία, λες και φοβόταν μήπως μετανιώσουμε.
-Έναν πολύ και όχι!
Τί ακριβώς αντιπροσώπευε το «πολύ και όχι» δεν το πληροφορήθηκα ποτέ. Άλλωστε δε με ενδιέφερε ποσώς. Εγώ τον έπινα πάντα «μέτριο προς το πικρό».
Μνημειώδης υπήρξε προπολεμικά στο είδος του τρακαδόρου, ο Αντώνης Τσούπελης. Γιατρός που δεν άσκησε ποτέ ιατρική, φημιζόταν για τα πλούτη του και για την τσιγγουνιά του. Μανιώδης καφεπότης, πάντοτε όμως «της προσκολλήσεως». Σπαγγοραμένο τον αποκαλούσανε οι φίλοι του. Οποία όμως η έκπληξή τους όταν πληροφορήθηκαν μετά τον θάνατό του πως με τη διαθήκη του κατέλειπε όλη την περιουσία του στο Νοσοκομείο Βέροιας.
Σήμερα εξέλειπε το πλήθος των καφενείων της γειτονιάς. Αντιθέτως, πληθαίνουν οι καφετέριες, όπου οι άνεργοι ως επί το πλείστον νεανίσκοι, λύνουν το πρόβλημα της «απασχόλησης» περνώντας ώρες ολόκληρες με την παραγγελία ενός «καπουτσίνο» ή μιας ζεστής σοκολάτας.
Μαζί με τα καφενεία, εξέλειπε και η τράκα. Σπάνια κάποιος που πίνει τον καφέ του στο τραπεζάκι του πεζόδρομου να σε πει καθώς περνάς «κάτσε να πάρεις κάτι» γιατί τέτοια «λάθη» δεν τα σηκώνει η εποχή μας, ούτε ο προϋπολογισμός της τσέπης.
Όσο για τους τρακαδόρους, καλά είναι να μην τους αποπαίρνουμε.
Δεν ξέρεις τί γίνεται! Μπορεί πίσω από κάθε «σπαγγοραμένο» να κρύβεται κι ένας Τσούπελης… Ευεργέτης του Κρατικού μας Νοσοκομείου, ή κάποιος ευεργέτης του Δήμου Βεροίας.
Ορ. Σιδηρόπουλος