Να μην πούμε κι εμείς πέντε λόγια επαινετικά και ένα «μπράβο» στο Σύνδεσμο Εφέδρων Αξιωματικών για την πρωτοβουλία του να τιμήσει επ’ ευκαιρία της επετείου τους πεσόντες στον πόλεμο του ’40 Βεροιείς;
Να μην πλαισιώσουμε μια τέτοια εθνική τελετή με την παρουσία μας στο χώρο της πλατείας;
Να μη δακρύσουμε κι εμείς μαζί με όλους εκείνους που άκουγαν συγκινημένοι το προσκλητήριο των ηρώων και τα ονόματα των αγαπημένων τους νεκρών που έμειναν για πάντα εκεί στις αφιλόξενες βουνοκορφές της Αλβανίας;
«Είναι η μοναδική φορά που η σάλπιγγα του στρατού παιανίζει προσκλητήριο πεσόντων σε καιρό ειρηνικό» ψιθύριζε ο γηραιός απόστρατος δίπλα μου, ενώ εγώ προσπαθούσα να ξεχωρίσω αν το τρέμουλο της φωνής του ήταν επακόλουθο της προχωρημένης ηλικίας του ή των αναμνήσεων κάποιας δικής του ένδοξης πορείας.
Δεν πρόσεξα πώς ακριβώς ο έφεδρος αξιωματικός στο μικρόφωνο, έκλεισε τις εκφωνήσεις. Κάτι σαν «άπαντες απόντες» ή σαν «άπαντες παρόντες» μου ακούσθηκε καθώς η λίστα με τα 80 ονόματα έπαιρνε τέλος.
Λίγο αργότερα, στον εστεγασμένο χώρο των εκδηλώσεων η βροντερή φωνή του Σάββα Τσιφλίδη και το βουβό θρηνητικό μήνυμα του Νίκου Σιάπκα, έδωσαν το μέτρο του δικού τους σπαραγμού. Και οι δυο τους μεγάλωσαν χωρίς το χάδι ενός πατέρα. Γιατί ο λοχίας Κωνσταντίνος Τσιφλίδης και ο στρατιώτης Νικόλαος Σιάπκας δεν είδαν ποτέ τα νεογέννητα τέκνα τους.
«Επί τέλους τους θυμήθηκε η πατρίδα!» αποφάνθηκε κάπως βιαστικά και καλοπροαίρετα κάποιος ακροατής.
Ποια πατρίδα μου ομολογείς αφελέστατε Ημαθιώτη! Ποια πατρίδα έρχεται στο μυαλό σου την ώρα τούτη;
Μήπως του πρωθυπουργού εκείνου που δικαιολόγησε την αμέλειά του προφασιζόμενος άγνοια; Και που όταν ενημερώθηκε, αντί να κάνει το καθήκον του, γύρισε στο άλλο πλευρό του και συνέχισε τον ύπνο της αδιαφορίας;
Μήπως των υπηρεσιών του Γενικού Επιτελείου οι οποίες όταν ενοχλήθηκαν, λίγο μετά τη μεταπολίτευση, απάντησαν εγγράφως για να μας πουν ότι «δεν είναι πρακτικώς δυνατόν να ευρίσκονται σήμερον άταφα τα λείψανα πεσόντων λόγω του διαρρεύσαντος χρόνου»;
Ή μήπως του υπουργού εκείνου που το 1987 υπέγραψε την άρση του εμπολέμου με την Αλβανία χωρίς να κάνει έστω και απλή νύξη του θέματος ενταφιασμού των πεσόντων ηρώων;
Έγραφε τότε με πόνο ψυχής και αγανάκτηση ο Νίκος Σιδηρόπουλος σε μια στιχουργική του δημιουργία:
Πολεμιστής του ’40 κι εγώ…
Δέχθηκα πολλές λαβωματιές
μα ποιος σ’ αυτά να δώσει σημασία;
«Υπέρ βωμών κι εστιών!» παρότρυναν οι κάτω.
«Στο φασισμό ενάντια!» έλεγαν κάποιοι άλλοι.
…Δεκαετίες τώρα
χαθήκαμε στην αχλή της λησμοσύνης
Ούτε σταυροί τενεκεδένιοι, για τους τύπους.
-Μπα! Έτσι κάνουν όλες οι πατρίδες.
Πού σε είδα, πού με ξέρεις, πού με είδες!
Ήμουν κι εγώ πολεμιστής τ’ Αλβανικού…
Την ίδια εποχή απ’ την Αθήνα, ο Γιώργος Σούρλας έστελνε το θαρραλέο μήνυμά του, υψώνοντας την ανυποχώρητη φωνή του:
«ΟΙ ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ 1940 ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ!»
Ορ. Σιδηρόπουλος