Μεταξύ των προτεινόμενων μέτρων για εξεύρεση φορολογικών εσόδων εμφανίζεται κατά καιρούς και ιδιαίτερα συχνά το τελευταίο χρονικό διάστημα σε μερίδα του έντυπου, ηλεκτρονικού και διαδικτυακού τύπου η φορολόγηση των «ιερών χρημάτων» και του «παγκαριού» της Εκκλησίας.
Η αλήθεια λοιπόν είναι ότι τα 8.500 περίπου εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα (μητροπόλεις, ενορίες, ιερές μονές κλπ) φορολογούνται και μάλιστα βαριά καταβάλλοντας κάθε χρόνο αρκετά εκατομμύρια Ευρώ. Το φορολογικό καθεστώς τους είναι σύνθετο και ευρύ και κατ’ έτος η Ιερά Σύνοδος ανακοινώνει (σοφώς πράττουσα) το συνολικό ποσό των φόρων που καταβλήθηκαν στο Ελληνικό Δημόσιο. Δυστυχώς, η κοινή γνώμη επηρεάζεται από τον μύθο της τεράστιας ακίνητης εκκλησιαστικής περιουσίας, χωρίς να μπαίνει στην λογική να εξετάζει εάν αυτή είναι προσοδοφόρα ή απρόσοδη.
Ποτέ η Εκκλησία δεν αρνήθηκε να αναλάβει την ευθύνη για τα οικονομικά βάρη που της αναλογούν στα πλαίσια όμως της αρχής της φοροδοτικής ικανότητας. Φυσικά και απαιτεί όμως, σε αναλογία με τα φυσικά πρόσωπα, να της αναγνωρίζονται και κάποιες φοροαπαλλαγές, τις οποίες δικαιούται ενόψει του ευρύτατου και τεράστιου φιλανθρωπικού έργου που επιτελεί. Γιατί η Εκκλησία δεν είναι ένας κερδοσκοπικός οργανισμός, που στοχεύει στο κέρδος και στα επιτυχημένα οικονομικά αποτελέσματα. Αντίθετα, συνιστά έναν ξεκάθαρα φιλανθρωπικό φορέα, που αποσκοπεί στην ανακούφιση των ενδεών συνανθρώπων μας και στηρίζεται κυρίως στην εθελοντική προσφορά των πιστών της, άρα δεν πρέπει επ’ ουδενί λόγο να ταυτίζεται από τον φορολογικό νομοθέτη με μία κερδοσκοπικού χαρακτήρα εταιρία.
Κάθε χρόνο το νομικό πρόσωπο της Εκκλησία της Ελλάδος, οι μητροπόλεις, οι ιερές μονές αλλά και οι ενορίες δαπανούν εκατομμύρια Ευρώ σε ποικιλόμορφες ανθρωπιστικές δράσεις (π.χ συσσίτια με χιλιάδες μερίδες φαγητού καθημερινά, διανομές τροφίμων, κλινοσκεπασμάτων και λοιπών ειδών πρώτης ανάγκης, οικονομικές ενισχύσεις απόρων οικογενειών σε συνδυασμό με δωρεάν φροντιστηριακά μαθήματα και πολλές άλλες μικρότερης ή μεγαλύτερης εμβέλειας ανακουφιστικές και βοηθητικές ενέργειες).
Δεν θα ήταν καθόλου υπερβολή να ισχυριστούμε ότι όλα τα παραπάνω δρουν αποτρεπτικά στην εκδήλωση ακραίων επιθετικών φαινομένων διαμαρτυρίας από τους χιλιάδες των συνανθρώπων μας που διαβιούν χωρίς οικονομικούς πόρους και χωρίς καμία προοπτική εντός του πλαισίου της ανθρωπιστικής κρίσης που μαστίζει τα τελευταία χρόνια την πατρίδα μας. Πρακτικά δηλαδή, η Εκκλησία είναι αυτή που έχει αναλάβει εξ ιδίων πόρων το έργο για την ανακούφιση της κοινωνίας, που κανονικά θα έπρεπε να βαρύνει την Πολιτεία. Αυτό δεν μπορούμε να το παραβλέψουμε και οφείλουμε να της το αναγνωρίσουμε.
Είναι συνεπώς αδήριτη ανάγκη η Εκκλησία να ενημερώνει αναλυτικά για το πολύπλευρο έργο της την κοινή γνώμη, όχι φυσικά με εγωιστική προσέγγιση και διάθεση προβολής, αλλά ως απόδειξη της διάφανης και χρηστής διάθεσης και αξιοποίησης των οικονομικών της και επιτέλεσης του ρόλου της.
*Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω
Υπ. Διδάκτωρ Νομικής Σχολής Α.Π.Θ