Με τις αφίσες ανέκαθεν δεν τα πήγαινα καλά. Τις προσπερνούσα δίχως να καταδεχτώ να ρίξω το βλέμμα μου στο περιεχόμενό τους. Μου έμεινε από τη δεκαετία του ’80, τότε που η απασχόληση μ’ αυτές εξασφάλιζε εισιτήριο για το διορισμό σου σε θέση υπαλλήλου του δημοσίου.
Μερικές φορές εν τούτοις η αφίσα λέει πολλά και αξίζει ακόμη περισσότερα. Όπως αυτή που απέσπασε την προσοχή μου με την επικεφαλίδα της που είχε ως τίτλο την ενδιαφέρουσα φράση «Οι αλησμόνητες πατρίδες».
Ήταν ένας τίτλος που ενημέρωνε τους περαστικούς για την ίδρυση ενός συλλόγου με σημαντικές φιλοδοξίες και συγκεκριμένους στόχους. Ενός συλλόγου στον οποίο Θράκες, Μικρασιάτες και Πόντιοι ενώναν τις προσπάθειές τους για να κρατήσουν ζωντανές τις προγονικές παραδόσεις, κυρίως όμως για να διεκδικήσουν τη δικαίωση εκείνων που βασανίστηκαν, εξοντώθηκαν και άφησαν τα κόκκαλά τους στις κακοτράχαλες στράτες της Ασιατικής γης.
Βασικά η αφίσα που συναντούσαμε πριν από μέρες σε κεντρικά σημεία της πόλης, μιλούσε για το θεατρικό έργο του Πόλη Χάϊτα «Το σύρσιμο της Τσοφούλας». Ένα έργο που ο σύλλογος «Αλησμόνητες πατρίδες» ανέβασε με πολλές φιλοδοξίες. Όμως εμείς δε θα σταθούμε στην παράσταση. Δε θα αναφερθούμε στην άρτια σκηνοθετική εργασία του Αβράμ Πελαΐδη. Ούτε στους επί σκηνής συντελεστές της παράστασης που ξεπέρασαν κάθε προσδοκία. Γι’ αυτά, γράφει κάποιος που είναι περισσότερο αρμόδιος και που διαθέτει γνώσεις και περισσότερη αξιοπιστία. Εμείς θα μιλήσουμε για την απήχηση που είχαν στις καρδιές εκατοντάδων θεατών οι νωπές και αξεπέραστες μνήμες του ιστορικού παρελθόντος. Μνήμες ανάκατες με νοσταλγία. Κυρίως όμως με πίκρα και πόνο ψυχής. Και με δάκρυα! Δάκρυα για όλους αυτούς που χάθηκαν στις χιονισμένες και αφιλόξενες στράτες του χαμού. Στις δύσβατες στράτες και την πορεία θανάτου που τη σχεδιάσανε για να εξολοθρεύσουνε το σύνολο του ανεπιθύμητου πληθυσμού των Ελλήνων. Στις στράτες που οι σύγχρονοι μελετητές της ιστορίας αποκάλεσαν «Μετακινούμενο Άουσβιτς».
Κι ούτε μία «συγνώμη» από τους θύτες! Ούτε μία, έστω και εικονική αναγνώριση του εγκλήματος που βαραίνει την ιστορία του έθνους τους και χαρακτηρίζει το ήθος και τις συμπεριφορές του λαού τους.
Συμπεριφορές τις οποίες επανέλαβαν το 1955 με τα προσχεδιασμένα γεγονότα της Κωνσταντινούπολης και αργότερα με την κακουργηματική τους εισβολή στην Κύπρο. Συμπεριφορές τις οποίες θα επιχειρήσουν και στο μέλλον αν τους δοθεί ενδεχομένως η ευκαιρία.
Δεν θα γράψω λοιπόν για το «σύρσιμον της Τσοφούλας», όσο κι αν θα το επιθυμούσαν εκείνοι που απόλαυσαν την παράσταση στην αίθουσα του Χώρου Τεχνών. Για τις «Αλησμόνητες πατρίδες» θα μιλήσω. Για το σύλλογο που ίδρυσαν από κοινού Θρακιώτες, Πόντιοι, Μικρασιάτες. Όχι για να αναδείξουν τα πολιτισμικά τους στοιχεία, ούτε για να περικυκλώσουν με χιλιάδες χορευτών τον κεντρικό χώρο της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης. Μικρασιάτες, Πόντιοι και Θράκες ενώσαν την ισχύ τους για να διεκδικήσουν ανυποχώρητοι την αναγνώριση της Γενοκτονίας.
Αναγνώριση από το Ελληνικό κράτος και από τους ανιστόρητους αστοιχείωτους υπουργούς του. Αναγνώριση από τις κυβερνήσεις της διεθνούς κοινότητας. Κυρίως όμως, αναγνώριση από την κυβέρνηση της Τουρκίας που φέρει το άγος το προγονικό.
Γιατί αλλιώς, θα υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να φανεί ένας καινούργιος Τοπάλ Οσμάν και πίσω του χιλιάδες Τσέτες οπλισμένοι από το κεμαλικό κράτος, κραδαίνοντας τα ματωμένα σπαθιά τους.
Και θα υπάρχει ακόμη ο φόβος να ξαναλειτουργήσουν τα δικαστήρια της Αμάσειας που θα στέλνουν στις αγχόνες Έλληνες πατριώτες, όπως ο ηρωϊκός εκείνος Τραπεζούντιος δημοσιογράφος Νίκος Καπετανίδης.
Ορ. Σιδηρόπουλος