Πήγα στην Εφορία κάποτε, για να τακτοποιήσω την υπόθεση ενός προστίμου που μoy είχαν καταλογίσει πριν από χρόνια οι περίφημοι «Ράμπο» της δεκαετίας του 1980. (Ήταν μία παρατυπία, όχι σπουδαία. Μην πάει το μυαλό σας σε όργιο φοροδιαφυγής…)
Επισκέφθηκα τον Έφορο κατ’ ευθείαν και του εξήγησα πως το πρόστιμο δεν έχει νομική βάση. Πως είχε επιβληθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση και πως ο νέος κώδικας δεν προβλέπει πρόστιμο σε παραβάσεις του είδους αυτού.
Ο Έφορος όμως ήταν κατηγορηματικός: «Το κράτος έχει συνέχεια. Και επί χούντας να είχε καταλογισθεί το πρόστιμο, δε διαγράφεται αν δεν πληρωθεί».
Κι αφού αράδιασε κάποιες ακόμη δικαιολογίες, επανέλαβε με στόμφο: «Το κράτος έχει συνέχεια!».
Μια λοιπόν που το κράτος έχει συνέχεια, πλήρωσα το χρέος μου και αποχαιρέτησα τον εκπρόσωπό του επί των οικονομικών υπουργού με την επιβαλλόμενη ευγένεια. Ορκίστηκα όμως να είμαι στο μέλλον προσεκτικός. Ιδίως όταν υποψιάζομαι πως ο κύριος με τον πολυτελή χαρτοφύλακα που στρογγυλοκάθεται σιωπηλός στην πολυθρόνα της αίθουσας αναμονής, δεν είναι πελάτης, αλλά ο Ράμπο της Εφορίας, που ήλθε «ινγκόγκνιτο» από την Κοζάνη και καραδοκεί να επισημάνει κάποια παράβαση για να με τυλίξει σε μια σελίδα δημόσιου εγγράφου.
Πέρασαν από τότε πολλά χρόνια. Σ’ όλο τον κόσμο έγιναν αναπάντεχες αλλαγές. Ο υπαρκτός σοσιαλισμός μπήκε οριστικά στο «χρονοντούλαπο της ιστορίας». Και μόνο στην Ελλάδα, ο αφελέστατος λαός της έφερε στην εξουσία ένα μοντέλο αποτυχημένου προτύπου, συναρμολογημένου με ανταλλακτικά που προέρχονταν από χρεωκοπημένο παλιατζίδικο.
Επόμενο να γίνει παντού «το σώσε». Ιδιαίτερα στα θέματα φορολογίας. Οι «Ράμπο» δεν επανήλθαν. Και να επανέλθουν όμως, τι έχω να φοβηθώ. Τι έχει να φοβηθεί από το «σύστημα» ένας νομοταγής συνταξιούχος; Κουτσά-στραβά, τη σύνταξή μου την εξασφάλισα πληρώνοντας επί 45 χρόνια τις ασφαλιστικές μου εισφορές.
Δε λέω, με τις περικοπές και τις κρατήσεις και με τα λογής-λογής χαράτσια των τελευταίων ετών, η σύνταξη που παίρνω σήμερα στερείται της παλαιάς της αξιοπρέπειας και οσονούπω τείνει να εξομοιωθεί με το μηνιάτικο κρατικού λειτουργού βουλγαρικής υπηρεσίας.
Υπάρχουν όμως και χειρότερα. Πολύ τους είναι να μας ξυπνήσουν κάποιο πρωί και με κωδωνοκρουσίες να μας αναγγείλουν ότι τα «ψιλά» τελείωσαν; Και πως από εδώ και πέρα το μηνιάτικό μας θα το εισπράττουμε μια φορά στους τρεις μήνες;
Οι καμπάνες προς το παρόν δε χτύπησαν. Χτύπησε όμως την πλάτη μου ο Γιώργος, εκλεκτός συνάδελφος συνταξιούχος κι αυτός, για να με ενημερώσει πως οι κρατήσεις μας παίρνουν την ανιούσα μιαν ακόμη φορά. «Μη στενοχωριέσαι όμως, θα μας τα δώσουν πάλι ως επιστρεφόμενα όταν μας έλθει το εκκαθαριστικό της Εφορίας».
Και μου ήλθε κάποτε το εκκαθαριστικό. Και μου γράφει πως έχω να λαβαίνω κάτι λίγα ως επιστροφή.
Λίγα; Λίγα! Καλώς να έλθουν κι αυτά.
Σπεύδω στην Εφορία για να τα εισπράξω. Με το εκκαθαριστικό ανά χείρας μπαίνω στο γραφείο του παλιού μου γνώριμου, του Έφορα. Χωρίς περιστροφές προχωρώ στο προκείμενο. Χωρίς περιστροφές κι εκείνος μου κόβει τη φόρα. Ανάλγητος, ξεκαθαρίζει πως δεν πρόκειται να πάρω δεκάρα:
«Τα επιστρεφόμενα θα συμψηφιστούν με άλλες εκκρεμούσες υποχρεώσεις σας».
Του εξηγώ πως δεν έχω καμία εκκρεμότητα και πως αν παρ’ ελπίδα θελήσουν να μου κρατήσουνε το ΕΝΦΙΑ, πάλι θα έχω λαμβάνειν.
«Τότε, θα περιμένεις την Άνοιξη. Μέχρι τότε θα έχει περατωθεί ο έλεγχος και αν υπάρχει κάποιο υπόλοιπο, θα έλθεις να το εισπράξεις».
Εμένα, μου ανάψαν κατά τα λεγόμενα τα λαμπάκια. Ύψωσα τη φωνή μου αγανακτισμένος!
«Όμως η προηγούμενη κυβέρνηση αλλιώς ενεργούσε. Και καθώς έλεγες ο ίδιος εσύ κάποτε, οι κυβερνήσεις έχουν συνέχεια.
Ο Έφορος έσκυψε στ’ αυτί μου:
«Όταν πρόκειται να εισπράξουν, ναι! Όταν πρόκειται να πληρώσουν όμως, τότε το κράτος δεν έχει συνέχεια».
«Ούτε και συνέπεια!» συμπλήρωσα εγώ βροντώντας οργισμένος πίσω μου την πόρτα.
Τι μου έφταιγε όμως αυτή;
Ορ. Σιδηρόπουλος