Συγκεντρωθήκαμε κάποιες εκατοντάδες πολίτες στο Άλσος, για να παρακολουθήσουμε την παράσταση του Κρατικού Θεάτρου, εκδήλωση που τη βραδιά εκείνη, δεν είχε να κάνει (όπως τις προηγούμενες) με την καλλίφωνη εμφάνιση κάποιας εκλεκτής καλλιτέχνιδας. Είχε να κάνει με τη δίκη και πιο συγκεκριμένα με την απολογία του Σωκράτη, του μεγάλου φιλόσοφου της αρχαιότητας με τις πληθωρικές αρετές. Του διανοούμενου που η δημοκρατία των Αθηναίων υποχρέωσε να… τελευτήσει, καταπίνοντας το φριχτό δηλητήριο με το οποίο «αυτοκτονούσαν» οι καταδικασμένοι από τον Άρειο Πάγο στην εσχάτη των ποινών.
Στη διάρκεια της πρωτότυπης αλλά και τόσο ενδιαφέρουσας παράστασης, ο θεατής έζησε την αγωνία του «κατηγορούμενου». Μια αγωνία μηδενικής έντασης. Τόσο που αναρωτήθηκα σε μια στιγμή αν η απολογία που ακούγαμε αφορούσε κάποιο τρίτο πρόσωπο και ακόμη, κι η επαπειλούμενη θανατική καταδίκη «επεκρέματο» επί της κεφαλής του απολογούμενου, ή κάποιου άλλου, τον οποίο ο Σωκράτης επιχειρούσε να απαλλάξει από την εσχάτη και τελεσίδικη ποινή.
Αυτός όμως ήταν ο Σωκράτης. Με ήρεμη τη συνείδησή του αντιμετώπισε όπως ο ίδιος έκρινε ορθότερα, μια άδικη και εξωφρενική κατηγορία. Η αξιοπρέπεια και η μεγαλοψυχία του, η πραότητα και η γενναιότητα που του αναγνώριζε ο υπηρέτης του Έντεκα όταν ήλθε να του ανακοινώσει πως ήλθε η «ώρα», υπήρξαν αρετές που επιβεβαιώθηκαν με τη συνέπειά του. Τη μεγίστη αρετή, που με κανένα τίμημα θα απεμπολούσε. Ούτε με την ίδια του τη ζωή.
Ο.Σ.