Παλιός μου γνώριμος ο Θρασύβουλος, άρτι επαναπατρισθείς, δεν σταματούσε να λέει και να ξαναλέει πόσο εύστοχη και σοφή αποδείχθηκε η απόφασή του να εγκαταλείψει το πολυπληθές Τορόντο και να επιστρέψει στην πατριδούλα του μια για πάντα.
Ξαφνιάστηκα με τις τοποθετήσεις του αυτές και τον ερώτησα πώς γίνεται και δεν νοσταλγεί τους δρόμους και τις πλατείες της καναδικής μεγαλούπολης, όπου παρέμεινε δεκαετίες. Εκεί δηλαδή που έζησε, καζάντισε, χάρηκε, λυπήθηκε, διασκέδασε με φίλους και συναδέλφους. Εκεί που υπήρξε δεύτερη πατρίδα του και μάλιστα στην πιο παραγωγική του ηλικία.
Η απάντησή του, κατηγορηματική και αδιαπραγμάτευτη , έκρυβε μέσα της ένα είδος ανακολουθίας.
«Τι να νοσταλγήσω από τους δρόμους και τις πλατείες του Τορόντο;;; Από την απεραντοσύνη των πάρκων και των πεζοδρομίων του;;; Εκεί όπου κάνεις χρόνο να συναντήσεις κάποιον που θα σου πει μια καλημέρα, που θα ρωτήσει για τα παιδιά σου, για τη δουλειά τους και τα σχολεία τους, για την υγεία της γυναίκας και τη δική σου. Να σταυρώσεις τελοσπάντων δυο κουβέντες, να θυμηθείς μια παλιά συνάντηση και να συμφωνήσετε για μια μελλοντική αντάμωση. Αν ήξερες όλα τούτα! Ακόμη και το τυπικό αποχαιρετιστήριο «τα λέμε».
Τον αποπήρα. Του θύμισα τους απόδημους (σαν και του λόγου του) που φύγαν από τον τόπο τους ρίχνοντας μαύρη πέτρα και αγνοούν λίγο μετά όλα τα καλά της νέας τους πατρίδας. Ρίχνουν μαύρο δάκρυ για τον «καταραμένο» μέχρι χθες τόπο τους που τους ανάγκασε να εκπατρισθούν και τον οποίο στην πραγματικότητα εγκατέλειψαν μετά βαΐων και κλάδων:
«Μιλάς για πεζόδρομους ατέλειωτους. Νοσταλγείς τα σπασμένα πλακάκια, τις λακκούβες της γειτονιάς σου. Απαξιώνεις τις πλατείες του Τορόντο και ξεχνάς πως η δική σου «νοσταλγική» Βέροια δεν έχει καν πλατεία. Εκτός πια και αν ονομάζεις πλατεία τα εναπομείναντα κατασκευάσματα της πλατείας Ρακτιβάν, με τις απαίσιες πισίνες που δεν αξιώθηκαν μιας στάλας νερού παρά μόνο βρίθουν πληθώρας λίθων και σκουπιδιών. Της πλατείας που υποτίθεται πως θα αποκατασταθεί «λίαν συντόμως» με τον αρχιτεκτονικό διαγωνισμό που μας έταξε ο δήμαρχος αλλά του λείπουν κάτι ψιλά για την προκήρυξή του.»
Με κοίταξε με βλέμμα που περιείχε λίγο οίκτο και περισσότερο αγανάκτηση: «Πρέπει να χάσετε αυτά που έχετε για να καταλάβετε την αξία τους».
Ήταν η δική μου σειρά τώρα για να αγανακτήσω: «Ακόμη και άλλα να χάσουμε; Τα τόσα που ήταν δικά μας και μας τα πήραν δεν είναι αρκετά;;; και όσα θα μας πάρουν αύριο απ’ την κουτσουρεμένη σύνταξη;;; αυτήν που ετοιμάζονται πάλι να μας κόψουν…»
«Να σας κόψουν θέλεις να πεις…»
Σωστά το διόρθωσε τη δική μας σύνταξη κόβουν όχι τη δική του. Η δική του σε δολάρια Καναδά, ζει και αυγατίζει και η δυστυχία του διπλανού, αυτού που τρέφει την αρρωστημένη του νοσταλγία, διόλου δεν τον εγγίζει.
«Πες μου καναδόπληκτε συμπατριώτη, σε ακουμπάει η δυστυχία του γείτονά σου;»
Η απάντηση έφτασε καθυστερημένη, διόλου όμως πειστική.
«Με ακουμπά φυσικά! Τις προάλλες ένας φίλος μου ζήτησε κάτι δανεικά. Να ήξερες πόσο πόνεσα!!!»
«Για ποιον πόνεσες Θρασύβουλε;;; Για τον γείτονά σου που αναγκάστηκε να τσαλαπατήσει την αξιοπρέπειά του ζητώντας σου δανεικά; Ή για εσένα που ήξερες πως το δάνειο αυτό δεν θα μπορέσει να σου το επιστρέψει ποτέ;;; Ούτε γι’ αυτόν, ούτε για εσένα Θρασύβουλε να πονέσεις αν είσαι πατριώτης, για την πατρίδα σου να πονέσεις. Για το Έθνος σου. Για το δυστυχισμένο σου Έθνος. Γι’ αυτό να πονέσεις.»
Ήρθε η σειρά του Θρασύβουλου να αγριέψει: «Γιατί; Γιατί σώνει και καλά πρέπει να πονέσω για το Έθνος μου;;; Πόνεσε αυτό ποτέ για εμένα;;;»
Ορέστης Σιδηρόπουλος