Είδα τη φιγούρα του την ώρα που έμπαινε διστακτικά στο Ναό. Στο πρόσωπό του αντανακλούσε συγκίνηση και δέος. Η διστακτικότητά του, αντίθετη με τη ζωηρότητα του βλέμματός του, κάτι μου θύμισε.
«Μου επιτρέπετε να περάσω;» ρώτησε το όργανο της τάξης που ήταν εκεί για να διευκολύνει τους προσκυνητές και όχι για να ελέγχει την είσοδο στο nαό.
Είχα δεκάδες χρόνια να τον δω. Αλλά δεν είχα καμία αμφιβολία. Ήταν ο φίλος των μαθητικών μου χρόνων, σύντροφος και συνεργάτης στις περιπλανήσεις μας τότε που η Παλιά Μητρόπολη για όλους μας είχε την ονομασία «Χριστιανική Ένωση».
Και τώρα, μια σύμπτωση μας φέρνει να μπαίνουμε αντάμα, όμως από διαφορετική πόρτα, στο χώρο που ήταν κάποτε κάτι περισσότερο από σπίτι μας.
Τον είδα να σκύβει στο μάρμαρο της εισόδου και να το φιλά. Ήμουν βέβαιος πως ο νόστος απευθυνόταν περισσότερο στο Ναό και λιγότερο στους εναπομείναντες συγγενείς και φίλους.
Τον καλωσόρισα και προσφέρθηκα να τον συναντήσω. Με κοίταξε όμως συνθηματικά και μουε θύμισε τη σχέση και των δυο μας με το Ναό.
Άκουσε όμως με πολύ ενδιαφέρον για τους αγώνες που χρειάστηκαν για να γίνει επιτέλους η αναστήλωση.
Θυμήθηκε λεπτομέρειες από την τελευταία συνάντησή μας, λίγο πριν φύγει για την Αυστραλία:
«Ήταν τότε που μας έφερες για ομιλία έναν καθηγητή του Πανεπιστημίου. Θυμούμαι ακόμη το όνομά του. Βέρας λεγόταν, Σόλων Βέρας. Ήμουν κι εγώ τότε στο Σύλλογο Αποφοίτων και μου είχες αναθέσει να συνοδεύσω τον καθηγητή στο ΑΛΤ. Θυμάμαι ακόμη πόσο ενθουσιάστηκε ο καθηγητής από το μενού και τα σερβίτσια του Καλογήρου. Και από το ντεκόρ της αίθουσας. Θυμάμαι και τον αείμνηστο Γιώργο Τσαλέρα που προσφώνησε τον καθηγητή και τους άλλους προσκεκλημένους. Ακόμη κι εγώ εντυπωσιάστηκα με την ευφράδειά του».
Με τον απόδημο φίλο μου συναντηθήκαμε δύο μέρες αργότερα. Εντελώς τυπικά τον ρώτησα πώς είδε τη Βέροια. Τον είδα να εξάπτεται:
«Για ποια Βέροια μου μιλάς; Για το Μανχάταν της Ελλάδας που δεν άφησε γωνιά να μην την χτίσει; Άλλη Βέροια περίμενα φίλε και άλλη Βέροια είδα. Μια Βέροια που ήταν αλλιώς φωλιασμένη στις παιδικές μας μνήμες».
Με πόνο ψυχής μου διηγήθηκε τις περιηγήσεις του στα γνωστά τοπωνύμια της πόλης.
«Πήγα στην Μπαρμπούτα. Καμιά σχέση με τη Μπαρμπούτα που ξέραμε. Πήγα στο Πασακιόσκι και αναζήτησα τη συστάδα των πλατάνων και το ραχάτι που σε χάιδευε ο ίσκιος του. Γύρισα στις γειτονιές και θέλησα να βαδίσω σε καλντερίμι και να μπω σε κάποια αυλή να κόψω λίγους καρπούς από την μπερικετιά τους. Στη Κυριώτισσα είδα τα σπίτια της μακεδονικής αρχιτεκτονικής Όμως οι κλειδωμένες πόρτες με γέμιζαν απογοήτευση. Και παντού, δόμηση. Χωρίς τάξη, χωρίς κάποιο ρυθμό».
«Μα εσύ ξεκίνησες από την άλλη άκρη της γης για να έρθεις στην εκκλησία των παιδικών σου χρόνων, μόνο και μόνο επειδή επιθυμούσες να την δεις αναστηλωμένη, Να θυμηθείς τον Ερυθρό Σταυρό και το φτωχικό συσσίτιο που μας προσέφεραν στα δύσκολα χρόνια. Να θυμηθείς το ψαρόλαδο με την απαίσια γεύση που το έκανε υποφερτό η γλυκιά φωνή της κ. Σούλας. Να ξαναδείς το εγκάρσιο κλίτος που φιλοξενούσε ομιλίες οργανωμένες από τη Χριστιανική Ένωση και από εμάς τους αεικίνητους. Μη μου μιλάς λοιπόν για την παλιά Βέροια που ανήκει πλέον στο παρελθόν. Για την παλιά Μητρόπολη, έχεις να μου πεις τίποτε;».
Και μου μίλησε γεμάτος ενθουσιασμό για την παλιά Μητρόπολη. Για το σπουδαίο αυτό μνημείο που αποτελεί πολύτιμο θησαυρό. Θρησκευτικό και Πολιτιστικό θησαυρό. Αρκεί να το έχουν αντιληφθεί εκείνοι που έχουν τις ευθύνες στον τόπο αυτό.
Και κάτι ακόμα: Μου ξένισε η αλλοπρόσαλλη επιγραφή στη ρίζα του πλατάνου. Δεν είναι μόνο που σε κάνει να αναρωτηθείς αν ο Μητροπολίτης Αρσένιος απαγχονίστηκε εκεί. Διαστρεβλώνει και την ιστορική πραγματικότητα. Ο επισκέπτης που θα σταθεί μπροστά στο γηραιό πλάτανο, πρέπει να μάθει πως εκεί, στα κλαδιά του, οι Τούρκοι απαγχόνισαν τον Μητροπολίτη και τους προύχοντες της Βέροιας. Γράψε λοιπόν κάτι γι’ αυτό. Αξίζει τον κόπο».
Να του χαλάσω το χατίρι; Μεθαύριο ξεκινά να επιστέψει στην Αυστραλία. Να μην ανταποκριθώ στην τελευταία θέλησή του που μου εμπιστεύθηκε;
Ο.Σ.