Με αφορμή τις πολιτικές διεργασίες που έχουν ξεκινήσει για την επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση, γίνεται έντονη αναφορά για τις διατάξεις που σχετίζονται με τον πολιτειακό θεσμό του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Συγκεκριμένα διατυπώνεται το ενδεχόμενο να αλλάξει ο τρόπος εκλογής του Προέδρου και αντί αυτή να γίνεται από το Κοινοβούλιο όπως συνταγματικά συμβαίνει, να καθιερωθεί η εκλογή να γίνεται απευθείας από τον λαό με καθολική ψηφοφορία.
Είναι εμφανές ότι μία τέτοια ενδεχόμενη εξέλιξη θα μετατρέψει το πολίτευμα της χώρας από Προεδρευόμενη Δημοκρατία σε Προεδρική, με αυτονόητες μεταφορές εξουσιών και αρμοδιοτήτων.
Είναι εμφανές ότι το σύνολο σχεδόν των κοινοβουλευτικών πολιτικών δυνάμεων δεν επιθυμεί μια τέτοια εξέλιξη και ότι ο διάλογος που συντηρείται έχει καθαρά προσχηματικό χαρακτήρα, προκειμένου να μεταφερθεί το επίκεντρο του ενδιαφέροντος, από τα πραγματικά προβλήματα που συνδέονται με την ήδη συνταγματικά ισχύουσα διαδικασία εκλογής του Προέδρου Δημοκρατίας, σε ένα υποθετικό και ανεφάρμοστο ενδεχόμενο.
Σε αυτή την ιστορική συγκυρία της εν όψει συνταγματικής αναθεώρησης, ο συνταγματικός νομοθέτης πρέπει να δώσει τέλος σε μια διαδικασία, που ενώ θεσπίστηκε με πρόθεση να διασφαλίσει το κύρος του Ανώτατου Πολιτειακού Θεσμού, κατέληξε να τον καταρρακώνει, να τον εμπλέκει στις αντιπαραθέσεις μεταξύ των πολιτικών κομμάτων και να τον αφήνει απροστάτευτο να χρησιμοποιείται ως μοχλός πολιτικών ανατροπών.
Η ισχύουσα συνταγματική διαδικασία απαιτεί για την εκλογή Προέδρου Δημοκρατία μετά από επανειλημμένες ψηφοφορίες, τον ελάχιστο αριθμό των 180 ψήφων στην Βουλή των 300 μελών. Όταν δεν τελεσφορεί η εκλογή με τους 180 ψήφους, τότε η Βουλή διαλύεται, προκηρύσσονται εκλογές και η νέα Βουλή εκλέγει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Κατά την νέα αυτή διαδικασία, η εκλογή ολοκληρώνεται ακόμα και με σχετική πλειοψηφία ανεξαρτήτως αριθμού ψήφων.
Η διάταξη των 180 κατ ελάχιστο ψήφων που απαιτούνται για την εκλογή, από την Βουλή που ξεκινάει την διαδικασία, ενέχει στοιχεία που αντιτίθεται στο ίδιο το σύνταγμα, τα οποία οφείλει ο συνταγματικός νομοθέτης να θεραπεύσει.
Συγκεκριμένα το Σύνταγμα ορίζει την δεδηλωμένη που πρέπει να έχει μια κυβέρνηση για να νομιμοποιείται η λειτουργία της. Αυτή είναι η εξασφάλιση της κατ ελάχιστον πλειοψηφίας των 151 βουλευτών που την στηρίζουν και επιβεβαιώνεται με την ψήφο εμπιστοσύνης.
Η κοινοβουλευτική διαδικασία για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας ωστόσο, έχει διολισθήσει σε ψηφοφορία εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση, κατά τρόπο που δοκιμάζει δραματικά τις συνταγματικές αντοχές.
Μετά την αποτυχία εκλογής Προέδρου Δημοκρατίας με 180 ψήφους, η κυβέρνηση ανατρέπεται και γίνονται εκλογές για ανάδειξη νέας Βουλής.
Με αυτήν την προβλεπόμενη εξέλιξη η Συνταγματική Αρχή της δεδηλωμένης με 151 ψήφους καταργείται και αντικαθίσταται με αυτή των 180 ψήφων, πράγμα το οποίο δεν ισχύει για την κυβέρνηση που προκύπτει μετά τις εκλογές, της οποίας ο βίος δεν επηρεάζεται από τις ψηφοφορίες για εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας.
Η διατυπούμενη από κάθε πλευρά αναγκαιότητα διασφάλισης του κύρους του Προέδρου της Δημοκρατίας, απαιτεί αυτός να μη εμπλέκεται σε πολιτικές αντιπαραθέσεις και να μη χρησιμοποιείται ως μοχλός πολιτικών ανατροπών.
Προς τούτο είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί συνταγματικά η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατία σε μία ενιαία Κοινοβουλευτική Περίοδο με σχετική πλειοψηφία, εφόσον οι προηγούμενες ψηφοφορίες δεν τελεσφορήσουν.
Με αυτό τον τρόπο θα αποδεσμευτεί πλήρως η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από τις πολιτικές αντιπαραθέσεις και τις πολιτικές ανατροπές που τόσο έχουν κοστίσει σε αξιοπιστία και ομαλότητα.
Αρμόδιος για αυτήν την εξέλιξη είναι ο συνταγματικός νομοθέτης και κατ επέκταση το πολιτικό προσωπικό της χώρας.