Του Κώστα Παραστατίδη, Υπεύθυνου Σχολικού Επαγγελματικού Προσανατολισμού στο ΚΕΣΥΠ Ημαθίας
Η οικοδομή υπήρξε για δεκαετίες ένα όχημα ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Από τη δεκαετία του ’60 μέχρι και το 2008, λίγο πριν από την οικονομική κρίση, πολλοί επαγγελματικοί κλάδοι σχετικοί με την οικοδομή άνθησαν και γιγαντώθηκαν δίνοντας εργασία σε μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού της χώρας μας.
Από απλοί ανειδίκευτοι εργάτες και εξειδικευμένοι τεχνίτες έως πτυχιούχοι μηχανικοί διαφόρων ειδικοτήτων, εργαζόμενοι στο realestate και έμποροι ηλεκτρικών συσκευών, επίπλων, ειδών υγιεινής, όλοι αυτοί έβρισκαν δουλειά στην οικοδομή.
Για να καλυφθούν οι νέες ανάγκες αναπτύχθηκαν γύρω της μια σειρά επιχειρήσεων παραγωγής και εμπορίας: οικοδομικών υλικών, χρωμάτων, οικιακών συσκευών, επίπλων και πολλές άλλες.
Όλοι οι εργαζόμενοι ήταν ευχαριστημένοι. Κέρδιζαν τίμια το ψωμί τους κι εξασφάλιζαν ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης στις οικογένειές τους. Οι αξίες τους εκφράζονταν από το «καθαρό κούτελο» και τα τραγούδια της εποχής μιλούσαν για το πως «η δουλειά κάνει τον άντρα, το γιαπί το πηλοφόρι το μυστρί».
Τα χρόνια πέρασαν κι η οικονομική κρίση ήρθε και τ’ ανέτρεψε όλα. Ήρθε απρόσκλητη και χωρίς να την πάρει είδηση κανείς. Η οικοδομή απαξιώθηκε και όλα τα σχετικά επαγγέλματα βρέθηκαν στα…αζήτητα. Πολλοί συνεχίζουν να επιλέγουν και σήμερα σχετικές «παραδοσιακές» σπουδές, θεωρώντας την κρίση και τις συνέπειές της παροδικές. Άλλοι αναζητούν διαφορετικές διεξόδους και προσπαθούν να προσαρμοστούν στη νέα πραγματικότητα στρεφόμενοι σε σπουδές σχετικές με την αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας μας.
Είναι δύσκολο. Ανατράφηκαν με διαφορετικά όνειρα και διαφορετικό τρόπο. Έμαθαν να είναι επιμελείς, υπάκουοι, να κινούνται μέσα στα καθορισμένα πλαίσια και να μη διακινδυνεύουν σε «άγνωστα νερά». Όμως αυτές οι δεξιότητες δεν τους βοηθούν στα νέα δεδομένα.
Στις νέες συνθήκες προχωρούν αποτελεσματικά όσοι πιστεύουν στις δικές τους δυνάμεις. Όσοι γνωρίζουν ότι η συνεργασία δίνει δύναμη κι επιλέγουν να στηρίζουν ο ένας τον άλλο, να συνεργάζονται μεταξύ τους. Δεν περιμένουν κανέναν… «μπάρμπα» να τους «τακτοποιήσει». Όσοι αναζητούν και υιοθετούν εναλλακτικές που μπορεί και να έχουν εφαρμοστεί σε άλλες οικονομίες. Και πετυχαίνουν. Σίγουρα πετυχαίνουν. Γιατί προσπαθούν. Δεν… την κοπανούν.
Δε χρειάζεται να ανακαλύψουν τον τροχό. Πολλά παραδείγματα μπορούν να βρεθούν και σε πολλές χώρες. Ένα τέτοιο παράδειγμα βλέπουμε στο Ισραήλ. Μια μικρή άγονη κι άνυδρη χώρα που έκανε την έρημο ν’ ανθήσει κυριολεκτικά. Ανέπτυξε γεωργία εφαρμόζοντας καινοτόμες μεθόδους, όπως η άρδευση με σταγόνες, αντιμετωπίζοντας αποτελεσματικά την έλλειψη νερού. Εμείς έχουμε πολλά νερά και γόνιμα χώματα, αλλά απαξιώνουμε τα γεωργικά επαγγέλματα κι ερημώνουμε τα χωράφια μας. Υποτιμούμε τις επιχειρηματικές δράσεις που μπορούν να χτιστούν γύρω από τον τομέα των τροφίμων.
Οι αρδευτικές ανάγκες της ερήμου ώθησαν το Ισραήλ να αναπτύξει, μεταξύ άλλων, επιχειρήσεις έρευνας και κατασκευής πλαστικών σωλήνων, τους οποίους εξάγει σ’ όλο τον κόσμο.
Η βιομηχανική παράδοση της Ιταλίας βρήκε διέξοδο μεταξύ των άλλων στην κατασκευή γεωργικών μηχανημάτων που εξάγει σ’ όλο τον κόσμο.
Η παραδοσιακή καλλιέργεια της τουλίπας στην Ολλανδία μετεξελίχθηκε σε καλλιέργεια κι άλλων λουλουδιών, αλλά και σπόρων που εξάγει σ’ όλο τον κόσμο.
Η Νορβηγία δεν έχει χωράφια, έχει όμως θάλασσες. Εξάγει, μεταξύ άλλων, σολομούς από τις ιχθυοκαλλιέργειές της σ’ όλο τον κόσμο.
Η Νέα Ζηλανδία εξάγει κι αυτή, μεταξύ άλλων, αρνιά και μαλλί προβάτων σ’ όλο τον κόσμο.
Κι εμείς… εισάγουμε απ’ όλο τον κόσμο. Και δεν εκτιμούμε τα δικά μας προϊόντα. Προϊόντα που μπορούν να παράγονται σε τόπο με ιστορία, με λαμπερό ήλιο, από χαρούμενους ανθρώπους, με σεβασμό στις ανάγκες του καταναλωτή. Υπάρχουν ήδη αξίες και συνήθειές μας, ως λαού, που μπορούν να αξιοποιηθούν και να γίνουν οι δικές μας τουλίπες, οι δικές μας ιχθυοκαλλιέργειες, η δική μας νέα βιομηχανία, η δική μας πρόταση. Όπως η μεσογειακή διατροφή. Μπορούν να υιοθετηθούν κι άλλες, όπως των vegetarians ή της υγιεινής διατροφής.
Μπορεί η παραγωγή να εξειδικευτεί για συγκεκριμένες ομάδες, όπως των διαβητικών, των αθλητών ή των ατόμων με δυσανεξία σε κάποια συστατικά. Στον αντίποδα των fastfood και της φθηνής τροφής βρίσκονται τα slowfood και η ποιοτική τροφή. Κι υπάρχουν σ’ όλο τον κόσμο καταναλωτές που τη ζητούν κι έχουν τη δυνατότητα να την αγοράσουν κι ας κοστίζει ακριβότερα.
Η στροφή στην έρευνα, την παραγωγή και τη διάθεση τροφίμων μπορεί να αποτελέσει ένα όχημα ώθησης της οικονομίας μας. Να δημιουργήσει την ανάγκη επενδύσεων σε σχετικές επιχειρήσεις που θα παράγουν υλικά κι εργαλεία για να την στηρίξουν. Να δώσει νέες διεξόδους στους αποφοίτους των σχολών μας, πλην των παραδοσιακών ή της μετανάστευσης.