Προχτές είδα στον ύπνο μου πως ήμουν καλεσμένος στο Καστελόριζο για να παραβρεθώ, τιμής ένεκεν, σε μια κορυφαία εθνική εορτή. Ήταν η 6η επέτειος της ιστορικής ημέρας κατά την οποία ο Γεώργιος Παπανδρέου ο νεώτερος, εξήγγειλε από το ακριτικό νησί την απόφασή του να οδηγήσει το έθνος στις αγκάλες του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Η απόφαση εκείνη αποσκοπούσε να σώσει το Ελληνικό έθνος από το παγόβουνο της χρεωκοπίας στο οποίο μας οδηγούσε η αστόχαστη διακυβέρνηση των μεταπολιτευτικών πρωθυπουργών.
Η πρόταση του «οραματιστή» Γιωργάκη, πέρασε με ισχνή πλειοψηφία από τη Βουλή και έγινε νόμος του κράτους, προς τέρψη και ανακούφιση των Ευρωπαίων δανειστών.
Κανείς δεν αντιλήφθηκε τότε πως ο νόμος αυτός ο επονομαζόμενος «μνημόνιον» μας οδηγούσε στα δόντια του καρχαρία.
Την επέτειο λοιπόν της ημέρας εκείνης αποφάσισε να εορτάσει το έθνος. Στον εορτασμό αυτόν, εκτός από την αφεντιά μου, κλήθηκαν και κάποιοι άλλοι σπουδαίοι παράγοντες της πολιτικής ζωής του τόπου, από εκείνους που συνέβαλαν στην ολοκλήρωση του εθνοσωτήριου έργου.
Πρώτος κατέφθασε ο εμπνευστής του εορταζόμενου γεγονότος. Ο τέως πρωθυπουργός, προσήλθε χωρίς τυμπανοκρουσίες προς επιβεβαίωση της πατροπαράδοτης σεμνότητάς του, ενδεχομένως όμως και προς αποφυγή γιουχαΐσματος από μέρους του καραδοκούντως όχλου.
Δεύτερος εμφανίστηκε ο πρόεδρος του πάλαι ποτέ ηρωϊκού ΛΑ.Ο.Σ. Στο Γιώργο Καρατζαφέρη προσφέρθηκε από τους διοργανωτές της φιέστας αναπαυτική πολυθρόνα και μάλιστα σε περίοπτη θέση. Κανείς δεν ήτο δυνατόν να λησμονήσει πως ο Καρατζαφέρης υπήρξε το δεκανίκι του Παπανδρέου στην πρώτη ψηφοφορία για το μνημόνιο. Είχε δηλώσει μάλιστα εκ των προτέρων την πρόθεσή του να στηρίξει τον πρωθυπουργό, αποθαρρύνοντας έτσι κάποιους κυβερνητικούς που ήταν έτοιμοι να εγκαταλείψουν τον αρχηγό τους, ματαιώνοντας την υπερψήφιση του μνημονιακού νομοσχεδίου.
Αμέσως μετά φάνηκε στο κεφαλόσκαλο της εξέδρας ο Σαμαράς. Έγινε σούσουρο: «Τι ζητάει αυτός εδώ; Δεν ήταν από εκείνους που αρνήθηκε να υπογράψει το πρώτο μνημόνιο;».
Το πρώτο, ναι. τα μετέπειτα όμως; Υπογραφές να θέλεις!
Σαν παλιός γνώριμος θέλησα να του πω μια καλημέρα: «Θυμάσαι που σου έγραψα, μην υπογράφεις Αντώνη; Αν τότε με άκουγες, θα γινόσουν εθνικός ήρωας» του είπα ψιθυριστά στο αυτί.
«Δε θα γινόμουν όμως πρωθυπουργός» είπε εκείνος και μου έκλεισε το μάτι με νόημα.
Πριν ακόμη συνέλθω από το σοκ που μου προξένησε η απάντηση του Σαμαρά, την ατμόσφαιρα γέμισαν ενθουσιώδη χειροκροτήματα. Ήταν ο Τσίπρας που προχωρούσε απλώνοντας το χαμόγελό του δεξιά και αριστερά.
«Κι εσύ Βρούτε;» του φώναξα. Γύρισε προς εμένα διατηρώντας το πλατύ του χαμόγελο και μου είπε πως δε θυμάται να σκότωσε κανένα Καίσαρα.
«Σκότωσες όμως την ελπίδα κάποιων Ελλήνων» ετοιμάστηκα να του πω. Τη στιγμή όμως εκείνη ανέβαινε στην εξέδρα η Κίρκη κρατώντας το μαγικό της ραβδί. Το ραβδί εκείνο με το οποίο μεταμορφώνει τους ανθρώπους και τους κάνει γουρούνια.
Και κάπου-κάπου τους κάνει και… πρωθυπουργούς.
Ο.Σ.