Οι πρώτες φήμες για τη μεταφορά προσφύγων στην περιοχή της Βέροιας, είχαν ξεκινήσει να διαδίδονται πριν από ένα μήνα περίπου. Μερικά εσπευσμένα συμβούλια έθεσαν τις αποφάσεις σε ισχύ, και σύντομα όλη η Ελλάδα έμαθε για την Αγία Βαρβάρα, ένα χωριό 6 χιλιόμετρα μακριά από τη Βέροια. Οι εικόνες έξω από το εγκαταλελειμμένο στρατόπεδο, με την υποδοχή των λεωφορείων με τους πρόσφυγες (399 στο σύνολο, οι 180 από αυτούς παιδιά), έκαναν το γύρο της διεθνούς ειδησεογραφίας. Ξένες και ντόπιες ακραίες πολιτικές δυνάμεις χρησιμοποίησαν τις αντιδράσεις που δημιουργήθηκαν για να ενισχύσουν τη διαλεκτική τους· ορίστε, ούτε οι κάτοικοι της Βέροιας θέλουν τους πρόσφυγες, βάλτε τους πίσω στις βάρκες τους και ας επιστρέψουν στην πατρίδα τους.
Οι ιστορίες που κυκλοφόρησαν στο διαδίκτυο, προειδοποίησαν για την απαρχή του αφανισμού του ελληνισμού. Οι καινούργιοι επισκέπτες είναι αγνώμονες βάρβαροι, τρομοκράτες, τζιχαντιστές. Μόνο το γεγονός ότι είναι μουσουλμάνοι, ήταν αρκετό για να τους καταδικάσει στην συνείδηση πολλών Ελλήνων. Ο φόβος υπερίσχυσε της λύπησης. Όταν επί ένα χρόνο παρακολουθούσαμε τις εικόνες από τα ελληνικά νησιά και τους δεκάδες ανθρώπους που θαλασσοπνίγονταν, με τα βρέφη θαμμένα με τα πρόσωπα στην άμμο και την άψυχη κοιλιά τους γεμάτη θαλασσινό νερό, ήταν πιο εύκολο να νιώσουμε οίκτο και ενσυναίσθηση. Όταν το πρόβλημα χτύπησε την πόρτα μας, η ενστικτώδικη αμφιβολία μας, υπερίσχυσε. Η βία και ο φανατισμός εκμεταλλεύτηκαν την πρόσκαιρη παγωμάρα μας, και πήραν προβάδισμα στην τυφλή κούρσα τους προς την αυτοκαταστροφή.
Χρειάστηκε μία μέρα για να μαζευτούν οι γουρουνοκεφαλές από την είσοδο του στρατοπέδου και τα πράγματα να ηρεμήσουν. Κάτοικοι της περιοχής, μόνοι τους και οργανωμένοι σε ομάδες, έκαναν την εμφάνισή τους με γεμάτα τα πορτ-παγκάζ των αυτοκινήτων τους τρόφιμα και είδη υγιεινής, για να γνωρίσουν τους νεοαφιχθέντες. Η βία απέναντι σε μικρά παιδιά ονομάζεται φασισμός, όχι συντηρητισμός. Η λογική επικράτησε στο χωριό της Αγ. Βαρβάρας και με τη συζήτηση, τα πιο πιεστικά προβλήματα άρχισαν να επιλύονται.
Όσον αφορά τους ανθρώπους που ξεκινούν μία συζήτηση με τη φράση «δεν είμαι ρατσιστής, αλλά...», θέλω να πιστεύω πως συμπαθούντες και μισητές μοιραζόμαστε παρόμοιες ανησυχίες για το προσφυγικό της Μέσης Ανατολής. Για ποιόν λόγο κρατάμε φυλακισμένους στη χώρα μας ανθρώπους που θέλουν να συνεχίσουν το ταξίδι τους; Γιατί τους μεταφέρουμε, με το ψέμα της σωτηρίας τους, σε στρατόπεδα που δεν έχουν θέρμανση, τρεχούμενο νερό, αποχετευτικό σύστημα, κρεβάτια; Με ποιά συνείδηση θα τους στείλουμε πίσω σε χώρες που δεν θα υπάρχει ενημέρωση για την τύχη τους και θα κινδυνεύουν να χαθούν για πάντα από το πρόσωπο της γης; Πώς θα καταφέρουν να βγάλουν τα προς το ζην στην χώρα μας, όταν οι ίδιοι οι κάτοικοί της έχουν φύγει στα πέρατα της υφηλίου για να εξασφαλίσουν ένα μισθό αξιοπρέπειας; Πώς θα ενταχθούν σε μία δυτική κοινωνία, προερχόμενοι από χώρες θρησκευτικού ζηλωτισμού, όπου η αντιφωνία τιμωρείται με βαριές ποινές και στιγματισμό;
Αυτοί οι άνθρωποι δεν πρόκειται να εξαφανιστούν. Αν ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και μία πανίσχυρη, διεστραμμένη στρατιωτική δύναμη δεν κατάφερε να εξαφανίσει τον κατατρεγμένο, δύσμοιρο λαό που είχε στοχοποιηθεί τότε, τα γκλοπ και τα χημικά στην Ειδομένη και στον Πειραιά δεν θα κάνουν τίποτα τώρα. Ας σταματήσουμε να καθυστερούμε μία λύση με βάθος ορίζοντα, στην οποία θα πρέπει να καταλήξουμε αναπότρεπτα και ας επιδείξουμε το περιβόητο εθνικό μας ανάστημα, αναζητώντας απαντήσεις στην πραγματική κληρονομιά μας, στον πολιτισμό μας.
Στεφανία Βερροιώτου