Της Χρύσας Μπέκα, Ψυχολόγου – ψυχοθεραπεύτριας
«Ήταν κάποιος μια φορά που είχε πάρει απόφαση να χαίρεται τη ζωή του. Νόμιζε ότι για να μπορεί να το κάνει αυτό, έπρεπε να έχει πολλά λεφτά. Σκεφτόταν ότι δεν μπορεί να υπάρχει πραγματική ευχαρίστηση, όταν πρέπει να διακόπτεται η απόλαυση από τη δυσάρεστη φροντίδα τού να βγάλεις λεφτά.
Σκέφτηκε, έτσι μεθοδικός που ήταν, ότι για να μην απασχολεί το μυαλό του και να μη στενοχωριέται, έπρεπε να χωρίσει τη ζωή του σε δύο μέρη: πρώτα θα έβγαζε αρκετά λεφτά και μετά θα απολάμβανε ό,τι επιθυμούσε η ψυχή του.
Υπολόγισε ότι ένα εκατομμύριο δολάρια θα του έφταναν για να ζήσει ήσυχος την υπόλοιπη ζωή του. Αφιέρωσε λοιπόν όλες του τις δυνάμεις στο να κερδίσει χρήματα και να μαζέψει πλούτη. Επί χρόνια, κάθε Παρασκευή, άνοιγε το βιβλίο εσόδων και άθροιζε τα αγαθά του.
«Όταν μαζέψω το εκατομμύριο» έλεγε, «δεν θα δουλέψω άλλο. Θα είναι η στιγμή της απόλαυσης και της διασκέδασης. Δεν θ’ αφήσω να μου συμβεί αυτό που έπαθαν άλλοι, που όταν έφτασαν στο πρώτο εκατομμύριο άρχισαν να θέλουν κι άλλο».
Και πιστός στην απόφασή του έφτιαξε μια τεράστια πινακίδα και την κρέμασε στον τοίχο:
«μόνο ΕΝΑ εκατομμύριο»
Πέρασαν τα χρόνια. Ο τύπος μάζευε λεφτά κι έκανε προσθέσεις. Κάθε φορά ήταν όλο και πιο κοντά στο στόχο του. Χαμογελούσε αυτάρεσκα όταν σκεφτόταν τις χαρές που τον περίμεναν. Μια Παρασκευή κατάπληκτος βλέπει το τελικό νούμερο. Το άθροισμα ήταν 999.999,75 δολάρια. Έλειπαν μόνο 25 σεντς για να συμπληρωθεί το εκατομμύριο!
Πανικόβλητος, αρχίζει να ψάχνει κάθε σακάκι, κάθε παντελόνι, κάθε συρτάρι, μήπως βρει τα λίγα νομίσματα που λείπουν… Δεν ήθελε να περιμένει άλλη μία βδομάδα. Τελικά, στο τελευταίο συρτάρι βρίσκει τα 25 σεντς που ήθελε. Κάθεται στο γραφείο του, και γράφει με τεράστια νούμερα:
«1.000.000»
Ικανοποιημένος, κλείνει τα βιβλία, κοιτάζει την πινακίδα του τοίχου και μονολογεί: «Ένα μόνο. Και τώρα απολαμβάνουμε…» Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, χτυπάει η πόρτα. Δεν περίμενε κανέναν. Απορημένος, πάει να ανοίξει. Μια γυναίκα ντυμένη στα μαύρα, μ’ ένα δρεπάνι στο χέρι του λέει:
«Ήρθε η ώρα σου».
Είχε έρθει ο Θάνατος να τον πάρει.
«Όχι…» ψελλίζει αυτός. «Όχι ακόμα… δεν είμαι έτοιμος».
«Ήρθε η ώρα σου» ξαναλέει ο Θάνατος.
«Μα πως… Τα λεφτά… Οι χαρές…»
«Καταλαβαίνω, αλλά ήρθε η ώρα σου».
«Σε παρακαλώ, δώσε μου ακόμη ένα χρόνο… Ανέβαλλα τα πάντα γιατί περίμενα αυτή τη στιγμή, σε παρακαλώ…»
«Λυπάμαι» λέει ο Θάνατος.
«Ας κάνουμε μια συμφωνία» προτείνει αυτός απελπισμένος, «κατάφερα και μάζεψα ένα εκατομμύριο δολάρια. Πάρε τα μισά και δώσε μου ένα χρόνο διορία. Σύμφωνοι;
«Όχι.»
«Σε παρακαλώ. Πάρε 750.000 και δώσε μου ένα μήνα…»
«Δεν έχεις καθόλου διορία.»
«Ας κάνουμε κάτι άλλο. Παρ’ τα όλα, και δώσε μου έστω και μία μέρα. Έχω τόσα να πω, τόσο κόσμο να δω, έχω αναβάλλει τόσα πράγματα… σε παρακαλώ»
«Ήρθε η ώρα σου» επαναλαμβάνει ο Θάνατος, αδιάλλακτος.
Ο άνθρωπος σκύβει το κεφάλι. Αποδέχεται την κατάσταση και παραιτείται από κάθε άλλη προσπάθεια διαπραγμάτευσης. Με περίλυπο ύφος ζητάει μόνο μία τελευταία χάρη. Ο θάνατος βλέπει ακόμη λίγους κόκκους άμμου στην κλεψύδρα του και του λέει:
«Εντάξει».
Παίρνει ο άντρας ένα χαρτί και μια πένα από το γραφείο του και γράφει:
Αναγνώστη:
Όποιος κι αν είσαι.
Εγώ δεν μπόρεσα να αγοράσω ούτε μία μέρα ζωής με όλα μου τα λεφτά.
Πρόσεξε τι θα κάνεις με τον χρόνο σου.
Είναι η μεγαλύτερή σου περιουσία.»
Jorge Bucay
«Ο δρόμος των δακρύων»
Η ιστορία υπογραμμίζει την ψευδαίσθηση πολλών ανθρώπων ότι η ευτυχία βρίσκεται στη συσσώρευση αγαθών ή ότι βιώνεται μόνο όταν υπάρχει υλιστικό υπόβαθρο. Λες και η αφηρημένη έννοια της ευτυχίας να αποκτά μια μετρήσιμη ιδιότητα που βρίσκεται σε πλήρη αντιστοιχία με τον πλούτο. Τα χρήματα μπορεί να είναι το εργαλείο που δίνει στη ζωή δυνατότητες, αλλά δεν προσφέρει απαραίτητα ποιότητα και περιεχόμενο.
Ο πλούτος εξισώνεται με τη δύναμη και στην πραγματικότητα κρύβει την ανάγκη για έλεγχο. Είναι αλήθεια ότι οι άνθρωποι που έχουν περισσότερα χρήματα ή βρίσκονται στην υψηλότερη κλίμακα της κοινωνικής κατάταξης έχουν τη δύναμη να ελέγξουν το εξωτερικό τους περιβάλλον, αλλά αυτού του είδους η δύναμη δεν έχει καμία αληθινή ισχύ. Η προσωρινή επιρροή στους άλλους από τη θέση του οικονομικά εύρωστου μετατρέπεται σε εθισμός απέναντι στην ανάγκη για έλεγχο που καταλήγει να δεσμεύει, αντί να απελευθερώνει. Η δύναμη του ελέγχου γίνεται εμμονή και όλη η δημιουργική ενέργεια απορροφάται στην ανάγκη να αποκτήσουμε περισσότερα χρήματα, περισσότερη δύναμη, περισσότερο έλεγχο με κόστος τη λιγότερη ποιότητα ζωής.
Ο πλούτος γίνεται αυτοσκοπός και η καθημερινότητα προσδιορίζεται από την έλλειψη. Βλέπουμε τι μας λείπει, ποιες είναι οι ανεπάρκειές μας και ξεκινάμε το παιχνίδι του «παραπάνω». Επειδή τα όρια των επιθυμιών μας είναι απροσδιόριστα και εκτείνονται στο άπειρο, αυτά που κατέχουμε πολλαπλασιάζουν τις απαιτήσεις μας και στερούν την αίσθηση της ικανοποίησης. Ενώ κανένας δε νιώθει την έλλειψη των αγαθών που ποτέ δεν αξιώθηκε να αποκτήσει, εκείνος που κατέχει όσα έχει επιθυμήσει, μπορεί να αισθάνεται φτωχός, επειδή στερείται κάτι του ήθελε να έχει. Ο αγώνας για το «παραπάνω» συνεχίζεται με την εσφαλμένη πεποίθηση ότι το αύριο έχει περισσότερες δυνατότητες ευτυχίας από το σήμερα. Σε αυτή την παγίδα έπεσε ο ήρωας της ιστορίας.
Δυστυχώς, την τελευταία στιγμή της ζωής του συνειδητοποίησε τη μεγάλη αλήθεια ότι η φτώχεια υπάρχει μόνο στο μυαλό και τρέφεται από την αδιάκοπη αίσθηση της έλλειψης. Ο πραγματικός πλούτος είναι η αναγνώριση της προσωπικής αξίας και η γνώση ότι ο καθένας μας είναι μοναδικός για τα χαρίσματά του και ανεκτίμητος, γεγονός που μας καθιστά πιο πολύτιμους από τα αντικείμενα που αποκτάμε. Ο πλούτος βρίσκεται στη δύναμη που υπάρχει στις δυνατότητες που προσφέρει το «σήμερα», οι οποίες, αν αξιοποιηθούν σωστά, προσφέρουν την αίσθηση της αφθονίας. Η ευτυχία είναι η εσωτερική πληρότητα και η ήρεμη συνείδηση που έρχονται μέσα από την αυθεντική «παρουσία» σε κάθε στιγμή και την ευγνωμοσύνη για όλα αυτά που είμαστε και έχουμε σε κάθε «εδώ και τώρα» της ζωής μας.