Για τον παππού τον Αλέξανδρο το ταξίδι προς την Ελλάδα το φθινόπωρο του 1922, ήταν πορεία προς την ξενιτιά. Και όταν το καράβι τον έφερε με χιλιάδες άλλους συμπατριώτες του στο Καραμπουρνού της Θεσσαλονίκης, δεν έτρεφε αυταπάτες.
Ήξερε τι περιμένει αυτούς που κλείνουν πίσω τους για πάντα την πόρτα του σπιτιού τους.
Έλεγε πολύ αργότερα στα εγγόνια του, πόσο πονούσε όταν, μαθημένος αυτός να τρέχει στα παρχάρια του χωριού του, βούλιαζε τώρα στα λασπόνερα της Καλαμαριάς.
«Αφήσαμε τον τόπο μας τον αγαπημένο. Μόνη παρηγοριά μας η σκέψη πως ήρθαμε στην πατρίδα των προγόνων μας, στη δική μας πατρίδα. Όμως η ξενιτιά, είναι ξενιτιά. Και εκείνες οι λάσπες τον πρώτο καιρό, δεν έφυγαν ακόμα από το μυαλό μου».
Τα θυμάται αυτά ο Αλέξανδρος και δακρύζει. Και τώρα, μπροστά του το δράμα των ανθρώπων που αφήσαν τα σπίτια και αναζητούν την τύχη τους παλεύοντας με τις λάσπες της Ειδομένης και με τον παγωμένο Κιλκισιάτικο αέρα.
Τους βλέπει και η ψυχή του καίγεται. Στ’ αυτιά του έρχονται πάλι τα λόγια του παππού του:
«Παιδί μου Αλέξανδρε, η προσφυγιά είναι συμφορά. Είναι κατάρα. Τον πρόσφυγα να τον λυπάσαι και αν μπορείς να απλώνεις το χέρι σου σ’ αυτόν. Εκκλησιά χτίζεις όταν τον βγάλεις από τη λάσπη της απελπισίας του».
Οι αναμνήσεις ξυπνούν στον Αλέξανδρο αισθήματα ευσπλαχνίας. Βλέπει το δράμα των προσφύγων στα λασπόνερα της Ειδομένης. Δεν θα μείνει στον ανώφελο οίκτο και τα περιττά λόγια.
Σμίγει τα βήματά του με τα βήματα του διπλανού του και χώνεται και αυτός στις λάσπες. Ψάχνει και ξέρει τι ακριβώς ψάχνει. Σε ένα πλημμυρισμένο αντίσκηνο, τσούρμο τα παιδιά, αναζητούν λίγο στεγνό χώμα για να αποθέσουν το ταλαιπωρημένο τους κορμί.
Χωρίς δισταγμό, χωρίς αμφιταλάντευση παίρνει την απόφασή του:
«Ελάτε! Όσοι και αν είστε, μικροί μεγάλοι, ελάτε! Στο σπίτι μου υπάρχει στεγνό χώμα για να ξαπλώσετε. Και ζεστό φαγητό υπάρχει. Και αγάπη».
Αυτός μπροστά με τα παιδιά και πίσω οι γονείς, ξαφνιασμένοι και διστακτικοί. Διμοιρία ολόκληρη, πορεία προς το χωριό. Στο διπλανό πευκοχώρι.
Δεν θα σε κουράσω με αυτά που επακολούθησαν αγαπητέ αναγνώστη. Θα σου θυμίσω απλώς εκείνα που ήδη γνωρίζεις: Την άφιξη στο χωριό, το χαμόγελο της ελληνίδας οικοδέσποινας, το ζεστό λουτρό, τα πιάτα στο τραπέζι, ο ύπνος στα στρωσίδια του φιλόξενου σπιτιού.
«Έκανα το αυτονόητο. Τίμησα την μνήμη των προγόνων μου» λέει στους δημοσιογράφους που κατέφθασαν. Δεν θέλει να πει τίποτε άλλο.
Εκείνοι όμως επιμένουν: Δύο λόγια στο μικρόφωνο Αλέξανδρε. Το ξέρεις πως οι πράξεις σου ξάφνιασαν την Ευρώπη; Πρώτο θέμα! Η πατρίδα μας είναι περήφανη για σένα. Δύο λόγια μόνο».
Όμως εκείνος δεν είναι υπερήφανος για την πατρίδα του. Και αν μιλούσε θα έλεγε πως η πατρίδα αυτή τον υποχρέωσε να μαζεύει επί δύο ημέρες τις υπογραφές των υπευθύνων για να του επιτραπεί να φιλοξενήσει τους ξένους.
Για να μπορέσει να κάνει την πατρίδα του υπερήφανη για τα παιδιά της.
Ο.Σ.