Τον Γιώργο Κοτζαερίδη τον γνώρισα πριν από χρόνια, όταν σε μια καλλιτεχνική έκθεσή του, θαύμασα τη δημιουργική του έμπνευση που την αποτύπωνε σε μια σειρά εντυπωσιακής αγιογράφησης.
Εντυπωσίαζε τότε η επιμελημένη δουλειά του όπως την βλέπαμε στα έργα του, στα οράματά του και στον καθάριο λόγο του.
Επισκέφθηκα το λαογραφικό του μουσείο και είδα τους στόχους του που απέβλεπαν στη διάσωση της πολιτιστικής κληρονομιάς, όπως αυτή καταγράφεται στον χώρο των επιδιώξεών του. Κι ο χώρος αυτός, ήταν η μικρασιατική γη, που έπρεπε να αναδειχθεί στις πραγματικές της διαστάσεις:
Η χαμένη πατρίδα μιας ατέλειωτης στρατιάς Ελλήνων.
Αφορμή για το σημερινό μου σημείωμα και για την αναφορά μου στον σεμνό καλλιτέχνη και το έργο του, έδωσε το λεύκωμά του που είδε πρόσφατα το φως της δημοσιότητας. Είναι μια έξοχη φωτογραφική δουλειά πλαισιωμένη με σχόλια του συγγραφέα και λεζάντες επεξηγηματικές. Εκτυπώθηκε στο τυπογραφείο εκπαιδευτικών βιβλίων του Γεράσιμου Καλλιγά με τον οποίο τον συνδέει η κοινή καταγωγή των προγόνων τους.
Ο τίτλος του βιβλίου «Αξέχαστα πολυαγαπημένα Κουβούκλια», δίνει το μέτρο της ευαισθησίας του Γιώργου Κοτζαερίδη προς τη γενέθλια γη του λατρεμένου παππού του, οι εντολές του οποίου αποτελούν ακατάλυτη δέσμευση και ηχούν παντοτινά στ’ αυτιά του: «…αχ μπρε Γιώργη τ’ αγόρι μου, όποτε αξιωθείς να πας στα Κουβούκλια, στο χωριό μ’, να με φέρεις λίγο χώμα από τα Άγια χώματα της πατρίδας μου. Και αν έχω πεθάνει, να το ρίξεις απάν’ στο μνήμα μ’».
Πρώτος ο δάσκαλος του χωριού στις σελίδες του βιβλίου: «…καλός δάσκαλος αλλά πολύ αυστηρός» επεξηγεί από κάτω η λεζάντα. Και στη συνέχεια, οι ταγοί της κοινότητας. Ο παπα-Γιάννης, ο Παπα-Θόδωρος, ο Χατζηπαπάς.
Τα παλιά σπίτια των Ελλήνων, όμοια πάντα, σ’ όλες τις χρονικές στιγμές της φωτογράφησής τους, μιλούν και λένε πως ακόμη και σήμερα περιμένουν τον αφέντη τους. Τον αληθινό ιδιοκτήτη.
Δρόμοι που δεν άλλαξε η μορφή τους. Πλατείες απέραντες που φιλοξενούν παιδάκια και περιπατητές. Πηγάδια με την ιστορία τους: Το πηγάδι του Αη-Γιώργη, το πηγάδι της πλατείας και στην άκρη του χωριού το θαυματουργό πηγάδι του Αγίου Βαραδάτου: «Να πας και στο Αγίασμα Γιώργη. Να πάρεις ένα μπουκάλι να το γεμίσεις με Αγίασμα και να μου το φέρεις. Και να φιλήσεις το άγιο χώμα της πατρίδας μου, να μυρίσεις τον αέρα που έρχεται από τα Μουδανιά…».
Ευχαριστούμε Γιώργο. Μας έφερες κάποια πνοή από την μακρινή πατρίδα μας.
Σ’ όλους εμάς τους νοσταλγούς, που γνωρίσαμε δύο πατρίδες.
Ορ. Σιδηρόπουλος