Επί το έργον οι «θεσμοί» της Ευρώπης.
Καινούργιες προσταγές κάθε τόσο, καινούργιες και φαρμακερές απαιτήσεις, που έρχονται και πέφτουν σαν καρπαζιές στο σβέρκο του αλυσοδεμένου Ελληνικού λαού.
Για τους ανθρώπους αυτούς, η κακοποίηση ενός ολόκληρου λαού, δεν είναι παρά μια «θεσμική παρέμβαση» που αποβλέπει στη συμμόρφωσή του. Άρα… στο δικό του συμφέρον.
Όμως η φράση με την οποία ξεκινά η παρέμβαση αυτή, αμείλικτη και επιτακτική, θυμίζει μιαν άλλη εποχή. Τότε που από τους ίδιους ανθρώπους ερχόταν ο απόηχος της διαταγής: «Αποφασίζομεν και διατάσσομεν!». Μόνο που λείπει σήμερα η ακροτελεύτια φράση με την οποία η Κομαντατούρ έκλεινε τις διαταγές της: «Οι παραβάτες θα εκτελούνται χωρίς άλλες διαδικασίες».
Αποφασίζουν οι θεσμοί και… τα σκυλιά δεμένα. Αποφασίζουν και απαιτούν. Και κάθε παρακοή συνεπάγεται θάνατο! Του λαού ή του έθνους. Ίσως και των δύο. Να ξεμπερδεύουν μια και καλή μ’ εμάς τους… ατίθασους.
Τις διαταγές αυτές εμείς οι παλαιότεροι τις ζήσαμε στα χρόνια του πολέμου. Στα χρόνια της κατοχής. Τότε που η μπότα του Γερμανού κατακτητή απειλητική, βαριά και αδυσώπητη, περιφερόταν στην πόλη μας. Τότε που οι βλοσυροί δυνάστες της Βέρμαχτ αναρτούσαν στους κεντρικούς δρόμους της Βέροιας τις διαταγές τους!
«Αποφασίζομεν και διατάσσομεν!».
Εμείς όμως δεν υποκύψαμε. Δεν υπήρχαν τότε Γιωργάκηδες και Αντώνηδες και Αλέξηδες για να τυλίξουν γύρω μας τα δεσμά της καταισχύνης. Τότε παλέψαμε!
Τότε ζωντάνεψε μέσα μας ο θούριος του Ρήγα. Άντρες και γυναίκες οδηγήθηκαν στα μονοπάτια του εθνικού καθήκοντος. Κι εμείς, πιτσιρίκια ξυπόλυτα, να περιμένουμε πότε θα νυχτώσει, να βγούμε στους δρόμους για να… αποκαθηλώσουμε την Κομαντατούρ και στη θέση των δικών της διαταγών, να κολλάμε τις δικές μας αυτοσχέδιες πατριωτικές προκηρύξεις. Για να μοιραστούμε την ελπίδα που μέσα μας υπήρχε συσσωρευμένη.
Σήμερα υποκύπτουμε στις απαιτήσεις των κατοχικών δυνάμεων. Των θεσμών. Των κατακτητών ειρηνικής περιόδου που ξεπερνούσε σε βαρβαρότητα εκείνες της πολεμικής περιόδου. Όχι γιατί θέλουν τα λεφτά τους, αλλά γιατί θέλουν το τομάρι μας! Θέλουν να μας αφανίσουν.
Κι εμείς; Σκύβουμε το κεφάλι και αποδεχόμαστε τις ρυθμίσεις και τις αποφάσεις μιας ατέλειωτης σειράς Μνημονίων και Γιουρογκρούπ. Δεχόμαστε μαζοχιστικά τις καρπαζιές τους και τους εξευτελιστικούς χαρακτηρισμούς που προσδίδουν στο έθνος των Ελλήνων.
Μονοπάτια εθνικού καθήκοντος δεν υπάρχουν. Ίσως επειδή χαθήκαν οι ελπίδες. Κι εμείς οι πιτσιρίκοι, μεγαλώσαμε και δεν έχουμε πια το κουράγιο να βγούμε στους δρόμους.
Ηγέτες που θ’ ακυρώσουν τις απαιτήσεις των «δανειστών» και θα βροντοφωνήσουν το δικό τους γενναίο «παρών» δε φαίνονται στον ορίζοντα των προσδοκιών μας.
Και στο μαύρο σκοτάδι που μας τυλίγει δεν φεγγίζει από κάποια μεριά η ελπίδα ενός ξαστερώματος.
Ο.Σ.