Εκείνη την εποχή (1948) στη Βέροια υπήρχαν δύο εργατικές συνδικαλιστικές οργανώσεις. Στη μία, οι αριστερίζοντες συνδικαλιστές είχαν εκλέξει ως πρόεδρο το Νίκο Ασλάνογλου. Στην άλλη την οποία ίδρυσαν οι εθνικόφρονες εργαζόμενοι, το ΕΜΕ (Εθνικό Μέτωπο Εργαζομένων), πρόεδρος ήταν ο Πάνος Γιαννακάκης.
Τον Γιαννακάκη επισκέφθηκα με την ποιητική μου συλλογή «Τα πρώτα φτερουγίσματα» ανά χείρας και με… κρύα καρδιά. Τότε, και μόνο στο άκουσμα του επωνύμου μου, οι εθνικόφρονες κουμπώνονταν. Τί είδους υποδοχή με περίμενε άραγε;
Ο Πρόεδρος δεν ήταν εκεί. Δε θα αργούσε. Αποφάσισα να τον περιμένω στο σαλόνι που χρησίμευε και ως γραφείο της εφημερίδας του ΕΜΕ «Νέος Αγών». Έτυχε μαζί μου να ανεβαίνει και κάποιος από τους πλουσιότερους Βεροιώτες. Άθελά μου υπήρξα ακροατής του αιτήματός του: Να γράψει η εφημερίδα πως ο αρραβώνας της θυγατέρας του με τον «κύριο τάδε» διαλύεται λόγω… ασυμφωνίας χαρακτήρων. Ήταν τότε συνήθης αιτιολογία. Όταν όμως ο γραμματέας της εφημερίδας τον ρώτησε για την πραγματική αιτία, εκείνος ξέσπασε: «Του έδωσα τόσες λίρες για προίκα και τώρα ζητάει άλλες τόσες!».
Επανέρχομαι όμως στα δικά μας. Κάποτε ήλθε ο Γιαννακάκης και με κάλεσε στο γραφείο του. Μου έδωσε μια καρέκλα και με ρώτησε για το σκοπό της επίσκεψής μου. Του έδωσα το βιβλίο με την τιμητική αφιέρωσή μου. Διάβασε την αφιέρωση και στάθηκε στην επόμενη σελίδα. Διάβασε όρθιος το πρώτο μου ποίημα. Έπειτα, μου έσφιξε το χέρι. Η χειραψία του ήταν εγκάρδια και θερμή:
«Είσαι αξιέπαινος. Συγχαρητήρια! Από νέους σαν εσένα έχουμε προσδοκίες».
Έπειτα έριξε το βλέμμα του στο εξώφυλλο, σα να ήθελε να βεβαιωθεί για κάτι.
«Είσαι ο γιος του Γιάννη, του αρτοποιού;» ρώτησε. Και όταν πήρε καταφατική απάντηση, το πρόσωπό του έλαμψε! «Τον εκτιμώ τον πατέρα σου. Άνθρωπος έντιμος και αξιοπρεπής. Και φιλάνθρωπος. Έχω προσωπική πείρα».
Η υποδοχή και τα λόγια του Γιαννακάκη έδρασαν καταλυτικά για την τόνωση του ηθικού μου που την εποχή εκείνη δεν ήταν σε καλή κατάσταση. Τον ευχαρίστησα και σηκώθηκα να φύγω. Στην έξοδο με σταμάτησε. «Θέλω 30 αντίτυπα του βιβλίου σου. Θα τα διαθέσω σε δικούς μου ανθρώπους. Να μου τα φέρεις αμέσως».
Έφυγα μ’ ένα γενναίο ποσό στην τσέπη, κυρίως όμως με μία αίσθηση αισιοδοξίας. Δεν φοβόμουν τώρα το μέλλον. Είχα κοντά μου ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ.
Ε.