Παρεπιδημών «εις τας κλινάς Αθήνας», αποφάσισα να θυσιάσω το ελεύθερο απογευματινό μου και να συμμετάσχω εκ του μακρόθεν στις εργασίες της Ελληνικής Βουλής.
Με τη βοήθεια κυβερνητικού παράγοντος, εξασφάλισα είσοδο στον οίκο της νομοθετικής εξουσίας και ειδικότερον άνωθεν της αίθουσας συνεδριάσεων του σώματος των βουλευτών. Έλαβα θέση σε περίοπτη θέση των θεωρείων που διατίθενται στους φιλοξενούμενους ακροατές, αναμένοντας το ξεκίνημα της συνεδρίασης. Είχα πληροφορηθεί πως επρόκειτο να συζητηθεί το θέμα της ομοφυλοφιλίας και της ανάδειξής της σε κυρίαρχο κοινωνικό δικαίωμα. Το ενδιαφέρον μου ως εκ τούτου είχε φτάσει στο κατακόρυφο και ανέμενα ομηρικές μάχες ανάμεσα στις δύο μεγάλες παρατάξεις.
Γρήγορα όμως απογοητεύθηκα. Οι ρητορικές αντιπαραθέσεις κάθε άλλο παρά ομηρικές συγκρούσεις θύμιζαν. Κυβερνητικοί και αντιπολιτευόμενοι, με το δικό τους τρόπο καθένας τους, καταλήγαν στο ίδιο συμπέρασμα: Πως ένα… πολιτισμένο έθνος όπως η Ελλάδα, οφείλει να εντάξει τη διαφορετικότητα των ατόμων στη λίστα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και να παρέχει στους φορείς μιας τέτοιας διαφορετικότητας προστασία και διευκολύνσεις, ώστε να βιώνουν το πάθος και τις ενδεχόμενες ανωμαλίες τους υπό τη σκέπη του κράτους.
Η συζήτηση στην αίθουσα των συνεδριάσεων κατήντησε τόσο ανιαρή που θα είχα φύγει προ πολλού αν δε με κρατούσε η περίεργη συμπεριφορά δύο αρρένων ακροατών που παρακολουθούσαν με ζωηρό ενδιαφέρον τις τοποθετήσεις των βουλευτών, χωρίς εν τούτοις να παύσουν χαριεντιζόμενοι κατά τρόπον ύποπτο μεταξύ τους. Κάτι μου έλεγε πως ο χώρος στον οποίο είχαν εισχωρήσει και που κατ’ ευφημισμόν απεκαλείτο «οίκος της δημοκρατίας» θα έπαιρνε οσονούπω τους χαρακτήρες ενός άλλου «οίκου» τον οποίο, για λόγους ευπρεπείας, δε θα κατονομάσω.
Ήδη όμως, στο βήμα των ομιλητών είχε ανέβει ο πρωθυπουργός της χώρας που υπογράμμισε την αναγκαιότητα ενός νόμου λυτρωτικού για κάποιους ανθρώπους, τους οποίους η φύση επροίκισε με κάποια ιδιαιτερότητα. Ονόμασε «ιστορική» τη σημερινή μέρα και χαρακτήρισε μεγαλόπνοη την απόφαση που θα έπαιρνε η Βουλή των Ελλήνων. Όμως εγώ που είχα διαβάσει το «ΒΗΜΑ» της προηγούμενης Κυριακής, ήξερα πως ο υπό ψήφιση νόμος, είχε σχέση με τα «προαπαιτούμενα» του Μνημονίου και ιδίως με την προηγηθείσα καταδίκη της χώρας μας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Ο πρωθυπουργός περάτωσε την ομιλία του υπό τα ζωηρά χειροκροτήματα όλων των πτερύγων πλην των ακραίων. «Έχει πλάκα το πράγμα!» είπα μέσα μου.
Και δικαιώθηκα. Οι βουλευτές των άκρων, (αριστεράς και δεξιάς), χαρακτήρισαν «μέρα ντροπής» αυτό που ο πρωθυπουργός είχε αποκαλέσει «μέρα ιστορική».
Δίπλα μου οι δύο φωνασκούντες άρρενες, έφριτταν! «Κομμούνες! Ας όψεται ο Ανδρέας που δε σας άφησε να σαπίσετε στη Σιβηρία» έλεγεν ο νεώτερος.
«Φασίστες! Καλά σας είχε κλείσει στο μπουντρούμι ο Σαμαράς» συμπλήρωνε ο έτερος και γηραιότερος.
Ήδη όμως η παράσταση είχε λήξει. Το νομοσχέδιο πέρασε με δυναμική πλειοψηφία.
Ας είναι καλά το «συνταγματικό τόξο».
Ο.Σ.