«Φρένο» στην εφαρμογή του νέου συστήματος εκλογής των διευθυντών Εκπαίδευσης που βασίζεται κατά κύριο λόγο στο υποκειμενικό κριτήριο της προσωπικής συνέντευξης των υποψηφίων από υπηρεσιακό συμβούλιο με την πλειονότητα των μελών του διορισμένων βάζει το κουαρτέτο.
Η σχετική διάταξη, την οποία «πέρασε» το υπουργείο Παιδείας στο νομοσχέδιο για τα βοσκοτόπια, ψηφίστηκε μεν την περασμένη εβδομάδα αλλά δεν είναι βέβαιο ότι μπορεί να εφαρμοσθεί. Τόσο η νυν όσο και η προηγούμενη ηγεσία του υπουργείου Παιδείας ωστόσο έκριναν ως σημαντικότερο θέμα θεσμικής παρέμβασης στα σχολεία της χώρας την εκλογή των διευθυντών τους και όχι τα κενά σε διδακτικό προσωπικό και υποδομές.
Το νομοσχέδιο Φίλη έρχεται σε συνέχεια του προηγούμενου νομοσχεδίου του προκατόχου του Αριστείδη Μπαλτά, που είχε εισαγάγει το κριτήριο της ψηφοφορίας των καθηγητών στα σχολεία για την εκλογή των διευθυντών τους, υποτιμώντας σε αριθμό μορίων τα αντικειμενικά κριτήρια των πτυχίων και των προσόντων των υποψηφίων. Στην περίπτωση των διευθυντών σχολείων ωστόσο το 80% των εκπαιδευτικών επανεξέλεξαν πέρυσι τους προηγούμενους διευθυντές των σχολείων τους.
Στην εκλογή των διευθυντών Εκπαίδευσης κάθε περιοχής (με εκλογικό σώμα τους διευθυντές τους) από τον Νίκο Φίλη ενεργοποιήθηκε εκ νέου το κριτήριο της συνέντευξης που ο προκάτοχός του είχε καταργήσει.
Η διάταξη ψηφίστηκε. Όμως ο Ντέκλαν Κοστέλο, επικεφαλής της αντιπροσωπείας της Κομισιόν στην Αθήνα, κατηγορεί τον υπουργό Παιδείας ότι πολιτικοποιεί τη δημόσια διοίκηση και αναφέρει ότι οι δανειστές δεν είχαν ενημερωθεί για την τροπολογία που πέρασε στο νομοσχέδιο για τα βοσκοτόπια. Μάλιστα προειδοποιεί σε σχετική επιστολή του ότι θα επανεξεταστεί η αξιολόγηση για τη συνεργασία της ελληνικής κυβέρνησης με τους θεσμούς για την εφαρμογή του προγράμματος ESM.
Το κριτήριο της συνέντευξης για την επιλογή των υποψηφίων των διευθυντών Εκπαίδευσης θα έχει 15 μόρια, υποτιμώντας βέβαια κριτήρια όπως η μόρφωση και η διοικητική εμπειρία των υποψηφίων. Τα Περιφερειακά Συμβούλια που θα κρίνουν τους υποψηφίους θα αποτελούνται από τον περιφερειακό διευθυντή κάθε περιοχής (διορισμένο από την κυβέρνηση), ένα σύμβουλο και έναν καθηγητή πανεπιστημίου (διορισμένους από τον υπουργό Παιδείας) και δύο αιρετούς εκπροσώπους των συνδικαλιστών των εκπαιδευτικών.
Απο την πλευρά του ο κ. Κοστέλο στην επιστολή του επισημαίνει πως η τροπολογία αυτή είναι αντίθετη με την έκκληση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για αποπολιτικοποίηση της δημόσιας διοίκησης.
Η απάντηση
του υπουργείου Παιδείας
Στα παραπάνω ο υπουργός Παιδείας απάντησε: «Το υπουργείο Παιδείας με σχέδιο και μεθοδικότητα προχωρεί στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για την αναβάθμιση της εκπαίδευσης. Με τον εθνικό - κοινωνικό διάλογο επιδιώκουμε τη μεγαλύτερη δυνατή συνεννόηση, ώστε η δημόσια εκπαίδευση να ξαναγίνει αντικείμενο του δημοσίου ενδιαφέροντος, καθώς και ουσιαστικός παράγοντας προκειμένου η χώρα να περάσει από την κρίση στην ανάπτυξη.
Στο πλαίσιο αυτό, αξιοποιούμε την ευρωπαϊκή εμπειρία, σε συνεργασία με τους θεσμούς και τον ΟΟΣΑ. Είναι προφανές, όμως, ότι το υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων είναι αναγκασμένο να νομοθετεί.
Νομοθετεί, προκειμένου να αντιμετωπίζει επείγοντα λειτουργικά προβλήματα, με σεβασμό στη συνταγματική τάξη και τις υποχρεώσεις της χώρας. Και βεβαίως, με ευθύνη απέναντι στη νέα γενιά».