Η ταινία «Ουζερί Τσιτσάνης» προβάλλεται στο Σταρ της Βέροιας (και στο NIFF της Νάουσας) από την Πέμπτη, ωστόσο η επίσημη προβολή της θα γίνει απόψε, Σάββατο, στις 10.00 το βράδυ παρουσία του σκηνοθέτη Μανούσου Μανουσάκη και του συγγραφέα του ομώνυμου βιβλίου Γιώργου Σκαμπαρδώνη. Με αφορμή τη σημερινή παρουσία του κ. Μανουσάκη στη Βέροια, μιλήσαμε μαζί του για την ταινία, τη σκηνοθετική του ματιά και τα γυρίσματα στη Θεσσαλονίκη μιας άλλης εποχής:
«Το βιβλίο με επηρέασε, το θεατρικό δεν είχα την τύχη να το δω, αλλά διάβασα το «Ουζερί του Τσιτσάνη» του Γιώργου Σκαμπαρδώνη και πραγματικά με ενθουσίασε, με καθήλωσε και είπα ότι αυτό πρέπει να γίνει ταινία. Ο ίδιος ο πλούτος των καταστάσεων, των γεγονότων, των χαρακτήρων, το άρωμα της εποχής, το άρωμα της Ελλάδας που διαπνέει το βιβλίο είναι κάτι άλλο, και έτσι με το που το διάβασα είπα ότι αυτό πρέπει να μεταφερθεί στην οθόνη. Ετσι μετά από χρόνια προσπάθειας και αγώνα υλοποιήθηκε.
Όταν το διαβάζατε, παράλληλα το «σκηνοθετούσατε» κιόλας;
Όταν ένα βιβλίο με συνεπαίρνει το οπτικοποιώ αμέσως, βλέπεις την πρακτικότητα, ποια είναι εφικτά να γίνουν, τη σκοπιμότητα της υλοποίησης ή όχι. Αυτό το βιβλίο ήταν πραγματικά ένας ποταμός που σε παρασύρει, δεν μπορείς να αντισταθείς.
Ωστόσο εσείς κάπου ζουμάρατε; Τι κρατήσατε κυρίως από το βιβλίο; Που εστιάσατε;
Το βιβλίο σου δίνει μια μοναδική ευκαιρία, να δεις μια εποχή, από τα μάτια ενός μεγάλου συνθέτη (Τσιτσάνη) και μέσα από τα μάτια δύο ερωτευμένων νέων, μέσα από το βλέμμα ενός καταιγιστικού έρωτα. Δηλαδή, την ταινία θα μπορούσα να την περιγράψω με τρεις λέξεις: Ενας συνθέτης, ένας έρωτας, μια εποχή. Αυτό το τρίπτυχο είναι η ταινία που αλληλοεμπλέκεται, αλληλοδιαπραγματεύεται και… συζητά μεταξύ του. Συζητά μέσα από το βλέμμα του συνθέτη (Τσιτσάνης) ο οποίος χαρακτηρίζει τα γεγονότα της εποχής του, αποτροπιάζεται από αυτήν την ζοφερότητα, την καταπίεση, την πείνα, τις δολοφονίες, τις εκτελέσεις … Είναι μια στιγμή της ιστορίας πολύ σημαντική.
Προφανώς, θα μπορούσατε να την χαρακτηρίσετε και μια ιστορική ταινία;
Είναι μια ιστορική ταινία. Αναμφισβήτητα, μυθιστορηματικά είναι μια ιστορική ταινία. Διαδραματίζεται το 1942-43 στην Θεσσαλονίκη όπου εκεί έγιναν πάρα πολλά γυρίσματα.
Πόσο διήρκεσαν τα γυρίσματα στη Θεσσαλονίκη;
Τρεις μήνες κράτησαν τα γυρίσματα και περίπου τέσσερα χρόνια η προεργασία, ο αγώνας εξεύρεσης χώρων και ηθοποιών και η ιστορική μελέτη της εποχής. Ηταν ένα ηράκλειο έργο να γίνει όλο αυτό το πράγμα, να συντεθεί, να ολοκληρωθεί και να βγει στους κινηματογράφους.
Ψάχνοντας τους χώρους στη Θεσσαλονίκη ανακαλύψατε και με μια καινούργια ματιά την πόλη;
Βέβαια! Την βλέπεις την πόλη πια διαφορετικά, χρησιμοθηρικά. Βλέπεις τις μικρές γωνίες που έχουν απομείνει σε μια χώρα που έχει κατεδαφίσει όλη την ιστορική αρχιτεκτονική της μνήμη, βλέπεις μια πόρτα και ένα παράθυρο και εκεί έρχεται ο μάγος, ο σκηνογράφος δηλαδή ο Αντώνης Χαλκιάς, και δίνει λύσεις εκεί που νομίζεις ότι είναι ανυπέρβλητο το εμπόδιο. Σου βρίσκει μια λύση και δημιουργείς μαζί μ’ αυτόν. Βρήκαμε μέρη τα οποία ήταν αναλλοίωτα, κατά σύμπτωση, όπως η στοά του Αγίου Μηνά που μας την παραχώρησαν και την μετατρέψαμε σε αγορά, μια στοά που ήταν σαν να είχε κλείσει τα ρολά της το 1940, το σταθμό του τρένου που από κει βγήκαν τα μακάβρια βαγόνια για το Άουτσβιτς με τους Εβραίους, ο επιβατικός σταθμός στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και άλλα μέρη τα οποία κατόρθωσαν να επιβιώσουν της κερδοσκοπικής μανίας των εργολάβων.
Σαν πολίτης θα κάνατε κάποια παρέμβαση στο Δήμο Θεσσαλονίκης για να μπορέσουν να διατηρηθούν κάποια μέρη από αυτά που είδατε με τη δική σας κινηματογραφική οπτική;
Ο Δήμαρχος Θεσσαλονίκης έχει ευήκοα ώτα και μάλιστα θέλει να νοικιάσει και το σπίτι που έμενε ο Τσιτσάνης και να το μετατρέψει σε Μουσείο , στην Παύλου Μελά. Το δήλωσε ήδη ο κ. Μπουτάρης ο οποίος ήταν στην προβολή της ταινίας προχθές το βράδυ στην Θεσσαλονίκη. Βέβαια ενδεχομένως η ταινία να το επιταχύνει αυτό.
Ποια γωνιά της Θεσσαλονίκης αγαπήσατε περισσότερο;
Να σας πω την αλήθεια είναι λίγο περίεργο αλλά αυτό που αγάπησα είναι η θάλασσά της… Αυτό το άνοιγμα που έχει η πόλη προς τη θάλασσα είναι μαγευτικό.
Πώς επιλέξατε τους ηθοποιούς, και κυρίως τους δύο πρωταγωνιστές, ώστε να βγει στο φακό αυτό το βλέμμα του καταιγιστικού έρωτα που θέλατε;
Κοιτάξτε, αυτό που κάνεις με τους ηθοποιούς είναι να προσλάβεις την αύρα τους… Τι σου λέει το βλέμμα τους, οι αφηρημένες στιγμές τους ακόμα και το πως θα πιει το καφέ του ή θα ανάψει το τσιγάρο του. Η αμηχανία του όταν κάθεται απέναντί σου αποπνέει έναν ερωτισμό, μια αύρα. Όλα αυτά τα στοιχεία σε κάνουν να πεις εκείνη τη στιγμή ότι αυτός είναι που χρειάζομαι. Ακόμα και πριν κάνεις ένα δοκιμαστικό με την κάμερα ή πριν τον ακούσεις να διαβάζει, πολύ πιο πριν, αφού τον έχεις δει, ξέρεις ότι είναι αυτός. Είναι σαν τον ραβδοσκόπο που γυρνάει με το ραβδί του από το κτήμα και ξαφνικά εντοπίζει νερό και τρέμει ολόκληρος σαν να είναι επιληπτικός. Κάτι τέτοιο συμβαίνει και στον σκηνοθέτη όταν θέλει να κάνει διανομή των ρόλων.
Να σημειώσουμε ότι η αποψινή προβολή στο Σταρ ξεκινάει στις 10 παρά τέταρτο και μετά την ταινία το κοινό θα έχει την ευκαιρία να βρεθεί και να μιλήσει τόσο με τον σκηνοθέτη Μανούσο Μανουσάκη όσο και με τον συγγραφέα Γιώργο Σκαμπαρδώνη.
Σοφία Γκαγκούση