«Τσιφλίκι μου είναι ο τόπος αυτός και ό,τι θέλω τον κάνω!» λέει ο Ένας. Αυτός που καμαρώνει με την κορώνα του πρωθυπουργού στο κεφάλι.
«Δικό μας είναι το τσιφλίκι και θα το κουμαντάρουμε όπως μας αρέσει!» πετιέται από τη θέση του ο Δεύτερος που ανυπομονεί να γίνει πάλι πρώτος. Αυτός που παίζει τώρα το ρόλο του αντιπολιτευόμενου.
Και από πίσω, ένας-ένας οι άλλοι. Αυτοί που δεν διεκδικούν θέση τσιφλικά, ελπίζουν όμως να γίνουν οι υποστατικοί του. Να γίνουν οι περιζήτητοι. Τα μπαλαντέρ. Να αρπάξουν κάποτε κι αυτοί ένα κομμάτι εξουσίας.
Φως φανάρι πως δεν έχουν καταλάβει πως ο τόπος αυτός δεν είναι τσιφλίκι κανενός.
Και γιατί να το καταλάβουν; Μισόν αιώνα τώρα τον διαφεντεύουν κατά πως τραβά το κέφι τους και κατά πώς τους συμφέρει. Ποιός θα τους υποχρεώσει ν’ αλλάξουν τη ρότα τους;
Και τώρα, νάτοι στο Προεδρικό, να θέλουν να περάσει καθένας τους το δικό του.
«Κάπως τα μπερδεύουν» συλλογιέται αμήχανος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Θέλει να παρέμβει, να τους εξηγήσει πως ο τόπος αυτός δεν είναι τσιφλίκι κανενός. Πως δεν είναι καν τσιφλίκι. Πως είναι η πατρίδα των Ελλήνων και πως αυτοί δεν είναι παρά οι παροδικοί εντολοδόχοι. Θέλει να τους φωνάξει: «Πάρτε μίαν απόφαση πατριωτική! Τυρβάζετε περί πολλά και δε βλέπετε τον κόσμο που τυραννιέται. Αφήστε τις κομματικές σας μανούβρες επιτέλους, ομονοήστε! Νισάφι πια!».
Θέλει να το φωνάξει ο Πρόεδρος αλλά δεν το κάνει. Στο κάτω της γραφής, δεν του πέφτει λόγος. Αυτός απλώς… προεδρεύει. Έπειτα, είναι και η ρημάδα εκείνη η δεύτερη πενταετία. Ποιός ο λόγος να τη διακινδυνεύσει;
Και ο λαός, τραβάει την ανηφόρα. Υποφέρει. Όχι μόνο από τα Μνημόνια που τον πνίγουν καθημερινά. Υποφέρει και από την κατάντια των πολιτικών. Μικρών και μεγάλων. Όλων αυτών που ο ίδιος κατά καιρούς επέλεξε. Και που τους βλέπει να επιδίδονται σε μια πανάθλια συμπεριφορά.
Αυτοί δεν είναι πατέρες του έθνους. Αγέλη πρόθυμη ν’ ακολουθεί τα αχνάρια του τσομπάνου είναι. Και να πειθαρχεί στα σφυρίγματά του, αυτά που θα οδηγήσουν κι αυτούς και όλο το λαό στα στόματα κάποιου αδηφάγου λύκου.
Είναι ανίκανοι; Είναι αχρείοι;
Εμείς από τη στήλη αυτή δε θα αποτολμήσουμε τέτοιους χαρακτηρισμούς. Δεν το δικαιούμαστε.
Το δικαιούνται όμως οι πονεμένοι της στρατιάς των ανέργων. Το δικαιούνται οι πεινασμένοι και οι ξυπόλητοι των αστικών κέντρων. Αυτούς κανείς δικαστής δε θα βρεθεί να τους καταδικάσει Αντιθέτως! Θα τους οικτίρει για την επιείκειά τους. Και κατεβαίνοντας από τη δικαστική του έδρα, θα τον ακούσουμε να λέει:
«Εγώ θα τους προκαλούσα απάτριδες!».
Λίαν επιεικώς!
Ο.Σ.