Εγγόνια, μανάδες, πατεράδες, παππούδες και γιαγιάδες, κρατούν ψηλά τις σημαίες. Παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου στη Βέροια. Στιγμές περηφάνιας και συγκίνησης για "αυτό είναι το ιερό πανί, που όταν περνάει μπροστά μας υγραίνονται τα βλέφαρα και σπαρταράει η καρδιά". Χαμένη στα βάθη των γονιδιακών μας αιώνων η αγάπη "στου χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία" Η Ελλάδα, η Ρωμιοσύνη αντιστέκεται. Στη Νέα Εποχή, στη Νέα Τάξη Πραγμάτων, στον δυτικόφρονα "βαρλαμισμό", στον συγκρητισμό της αθεϊστικής θρησκειολογίας. Μανάδες, παιδιά, πατεράδες, οικογένειες ολάκερες ομολογούν στο λευκό σταυρό της γαλανόλευκης πατρίδας.
Και φιλώντας σου το στόμα μπαίνει μες στην εκκλησιά.
Εις την τράπεζα σιμώνει, και το σύγνεφο το αχνό
γύρω γύρω της πυκνώνει που σκορπάει το θυμιατό.
Αγρικάει την ψαλμωδία οπού εδίδαξεν αυτή·
βλέπει τη φωταγωγία στους Αγίους εμπρός χυτή.
Ποιοι είν' αυτοί που πλησιάζουν με πολλή ποδοβολή,
κι άρματ', άρματα ταράζουν; Επετάχτηκες εσύ!
Α, το φως που σε στολίζει, σαν ηλίου φεγγοβολή,
και μακρίθεν σπινθηρίζει, δεν είναι, όχι, από τη γη.
Λάμψιν έχει όλη φλογώδη χείλος, μέτωπο, οφθαλμός·
φως το χέρι, φως το πόδι, κι όλα γύρω σου είναι φως.
Το σπαθί σου αντισηκώνεις, τρία πατήματα πατάς,
σαν τον πύργο μεγαλώνεις, κι εις το τέταρτο κτυπάς.
Με φωνή που καταπείθει προχωρώντας ομιλείς:
«Σήμερ', άπιστοι, εγεννήθη, ναι, του κόσμου ο Λυτρωτής.
Αυτός λέγει, αφοκρασθείτε: "Εγώ ειμ' 'Αλφα, Ωμέγα εγώ·
πέστε, που θ' αποκρυφθείτε εσείς όλοι, αν οργισθώ;
Φλόγα ακοίμητην σας βρέχω, που, μ' αυτήν αν συγκριθεί
κείνη η κάτω οπού σας έχω, σαν δροσιά θέλει βρεθεί.
Κατατρώγει, ωσάν τη σχίζα, τόπους άμετρα υψηλούς,
χώρες, όρη από τη ρίζα, ζώα και δέντρα και θνητούς.
Και το παν το κατακαίει, και δεν σώζεται πνοή,
πάρεξ του άνεμου που πνέει μες στη στάχτη τη λεπτή"».
Κάποιος ήθελε ερωτήσει: Του θυμού Του εισ' αδελφή;
Ποιος είν' άξιος να νικήσει ή με σε να μετρηθεί;
Η γη αισθάνεται την τόση του χεριού σου ανδραγαθιά,
που όλην θέλει θανατώσει τη μισόχριστη σπορά.
Ύμνος στην ελευθερίαν