Μεσάνυχτα. Και η μέρα, παίρνοντας να ξημερώνει, φέρνει στα μάτια μου τη λίστα των παλικαριών που έδωσαν τη ζωή τους για την πατρίδα.
Τί λέω; Έδωσαν; Διορθώστε με παρακαλώ! Τους υποχρέωσε η πολεμόχαρη βαρβαρότητα κάποιων «ηγετών» να τη δώσουν. Να τη χάσουν στα χιονισμένα και αφιλόξενα βουνά της Αλβανίας.
Αν τα παλικάρια αυτά (που πια δε ζούνε) τα ρωτούσε κάποιος «τον θέλατε τον πόλεμο αυτόν;». Θα έλεγαν «όχι!». Ούτε αυτόν, ούτε κάποιον άλλον πόλεμο θα ήθελαν. Κανένας τους δε θα επιθυμούσε ν’ αλλάξει την ειρηνική πορεία της ζωής του με οποιονδήποτε ηρωικό θάνατο. Κανείς δε θα δεχόταν ν’ αλλάξει το καθημερινό χαμόγελο με τον άγριο φόβο του πολυβόλου και της εχθρικής απειλής. «Όχι!». Αυτή θα ήταν η απάντηση. Ένα όχι δυνατό και πολύ πιο αληθινό από όλα τα όχι του κόσμου. «Όχι, δε θέλω ούτε να σκοτώσω ούτε να σκοτωθώ. Τα νιάτα μου, δε θα τα θυσιάσω επειδή κάποιοι ανεγκέφαλοι της παγκόσμιας σκακιέρας το αποφάσισαν, χωρίς να με ρωτήσουν».
Κι όμως τα έδωσε! Και τα νιάτα του και τη ζωή του. Κι αν είχε μιαν ακόμη ζωή, θα την έδινε κι αυτή ο Έλληνας του 1940. Θα την έδινε ο ανώνυμος και ο επώνυμος Βεροιώτης.
Και δε θα το έκανε επειδή το επέβαλλε κάποιος ανώτερος αξιωματούχος αλλά γιατί του το ζητούσαν επιτακτικά τα εθνικά ιδεώδη που από γενεά σε γενεά έφτασαν και σ’ αυτόν. Γιατί το απαιτούσε το πατριωτικό του καθήκον, όπως το διδάχθηκε από τους γονείς του στο σπίτι του και από τους δασκάλους του στο σχολείο.
…Εκείνα τα χρόνια! Και σήμερα, ξάγρυπνος εγώ, φέρνω στο νου μου νοερά τους ξεχασμένους συμπολίτες. Ξαγρυπνώ και μπροστά μου βλέπω τη λίστα του επιτελείου με τα 79 ονόματα. Μετρώ και ξαναμετρώ τους ήρωες, αυτούς που έδωσε στον πόλεμο του 1940 η Βέροια. Μετρώ και ξαναμετρώ και δε μου βγαίνει ο αριθμός. Κάποιος μου λείπει.
Ξαναδιαβάζω τα ονόματα. Ω, ναι… Τον ηρωικό Τρύπσα οι γραφιάδες του στρατού τον ξέχασαν. Έλα λοιπόν και συ Βασίλη Τρύπσα, να γίνετε ογδόντα.
Οκτώ δεκάδες νέων ανθρώπων που ξεκίνησαν από τις γειτονιές της Βέροιας. Απ’ το Τσερμένι, το Κεμπάλμπεη, τους βλάχικους μαχαλάδες, την Κυριώτισσα, τον Προμηθέα, τον Καρσίμαλά, την Αγιαβαρβάρα, τον Αηγιάννη, την Μπομπόλη, τη Μακαριώτισσα…
Με το χαμόγελο στα χείλη ξεκίνησαν και με το δάκρυ της μάνας, της γυναίκας, της αρραβωνιαστικιάς. Το δάκρυ που θα γίνει κλάμα γοερό κάποιο πρωί. Τότε που την πόρτα θα χτυπήσει ο αγγελιοφόρος με το θλιβερό, το φοβερό μαντάτο:
«…έπεσεν ηρωϊκώς μαχόμενος υπέρ Πατρίδος».
Έπεσαν και καρτερούν. Άλλοι άθαφτοι και άλλοι παραχωμένοι σε κάποιο άχαρο κι απόμακρο πολεμικό νεκροταφείο. Και καρτερούν ένα άλλο μνημείο, στη μακρινή πατρίδα τους, τη Βέροια.
Ένα μνημείο, μια μαρμάρινη πλάκα πάνω στην οποία η Δόξα θα στεφανώνει κάποια ονόματα.
Τα ογδόντα ονόματα εκείνων που έπεσαν το 1940, στον πόλεμο της Αλβανίας.
Ορ. Σιδ.