Διευκρινίσεις για τον Κώδικα Δεοντολογίας των τραπεζών και τι ισχύει τελικά με τα «κόκκινα» στεγαστικά δάνεια έδωσε η Τράπεζα Ελλάδας σε σχετικό ενημερωτικό σημείωμα η ΤτΕ τονίζεται ότι οι τράπεζες πρέπει να κάνουν κατηγοριοποίηση των δανείων τους και στη συνέχεια να στέλνουν ειδοποιητήρια. Επίσης τονίζεται ότι μόλις ο Κώδικας τεθεί σε πλήρη λειτουργία, οι ειδοποιήσεις θα στέλνονται 30 ημέρες μετά την πρώτη καθυστέρηση. Η προθεσμία ορίστηκε εξ αρχής σε 30 ημέρες κι όχι περισσότερες, προς χάριν τόσο του δανειολήπτη όσο και της τράπεζας, ώστε εγκαίρως και οι δυο πλευρές να επιδιώξουν συμφωνία πριν η οφειλή επιβαρυνθεί περισσότερο με τόκους υπερημερίας, οπότε και η διευθέτηση θα καθίστατο επαχθέστερη για τον δανειολήπτη και δυνητικά πιο ζημιογόνα για την τράπεζα. Η προθεσμία που έχει ο δανειολήπτης για να ανταποκριθεί παρέμεινε επίσης σταθερή στις 15 ημέρες, όπως προβλέπει ο ορισμός του «συνεργάσιμου δανειολήπτη», που έχει από πέρυσι καθορίσει το Κυβερνητικό Συμβούλιο Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, σύμφωνα με το Ν. 4224/2013. Σε καμία περίπτωση η προθεσμία - διατήρηση στην πραγματικότητα - των 30 ημερών δεν συνεπάγεται επίσπευση αναγκαστικών μέτρων, καθώς ούτως ή άλλως το χρονικό διάστημα που θα απαιτείται για την ολοκλήρωση όλων των σταδίων του Κώδικα είναι περίπου 9 μήνες.
Τι νέο φέρνει η τροποποίηση:
Η παράταση αυτή συμπορεύεται ουσιαστικά με την παράταση της προστασίας της κύριας κατοικίας. Το καινούργιο στοιχείο που εισάγει η τροποποίηση, πέραν της παράτασης, είναι η υποχρέωση των τραπεζών να προχωρήσουν σε ιεράρχηση των δανείων τους και, εντός 15 ημερών από τη δημοσίευση του ΦΕΚ, να στείλουν τα κριτήρια ιεράρχησης στην ΤτΕ.
Η τροποποίηση επιδιώκει την κλιμάκωση εφαρμογής του Κώδικα ανάλογα με την πρόοδο υλοποίησης της (επίσης) μνημονιακής δέσμευσης για κατάλληλη κατηγοριοποίηση των δανείων σε καθυστέρηση. Συνεπώς: Με την παρούσα τροποποίηση δεν μεταβάλλονται οι διαδικασίες του Κώδικα ούτε μειώνονται προθεσμίες. Είναι εντελώς ανακριβή τα δημοσιεύματα που αναφέρουν ότι η τροποποίηση προβλέπει αυστηρότερες διαδικασίες στις ρυθμίσεις καθυστερούμενων δανείων, φυσικών προσώπων και επιχειρήσεων και ότι μειώνει ουσιαστικά κατά ένα τρίτο τον χρόνο «προειδοποίησης» της τράπεζας προς τον ασυνεπή πελάτη της. Αντιθέτως, παρέχεται νέα παράταση στις τράπεζες να ιεραρχήσουν τις κατηγορίες δανειοληπτών, ώστε να κλιμακώσουν αναλόγως τις ειδοποιήσεις προς αυτούς. Αλλιώς όσοι δεν είχαν λάβει θα ειδοποιούντο πάραυτα.
Με δεδομένη την εικόνα του χαρτοφυλακίου των τραπεζών και το ότι η υποχρέωση ειδοποίησης αφορά οριζόντια όλους τους δανειολήπτες, είτε είναι φυσικά πρόσωπα είτε επιχειρήσεις με οφειλές σε καθυστέρηση (ανεξαρτήτως του βάθους της χρονικής περιόδου που η καθυστέρηση για πρώτη φορά εμφανίστηκε), είναι αυτονόητο ότι ήταν αναγκαίο να υπάρξει προτεραιοποίηση των ειδοποιήσεων.
Μόλις ο Κώδικας τεθεί σε πλήρη λειτουργία, οι ειδοποιήσεις θα στέλνονται 30 ημέρες μετά την πρώτη καθυστέρηση. Η προθεσμία ορίστηκε εξ αρχής σε 30 ημέρες κι όχι περισσότερες, προς χάριν τόσο του δανειολήπτη όσο και της τράπεζας, ώστε εγκαίρως και οι δυο πλευρές να επιδιώξουν συμφωνία πριν η οφειλή επιβαρυνθεί περισσότερο με τόκους υπερημερίας, οπότε και η διευθέτηση θα καθίστατο επαχθέστερη για τον δανειολήπτη και δυνητικά πιο ζημιογόνα για την τράπεζα. Η προθεσμία που έχει ο δανειολήπτης για να ανταποκριθεί παρέμεινε επίσης σταθερή στις 15 ημέρες, όπως προβλέπει ο ορισμός του «συνεργάσιμου δανειολήπτη», που έχει από πέρυσι καθορίσει το Κυβερνητικό Συμβούλιο Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, σύμφωνα με το Ν. 4224/2013.
Σε καμία περίπτωση η προθεσμία - διατήρηση στην πραγματικότητα - των 30 ημερών δεν συνεπάγεται επίσπευση αναγκαστικών μέτρων, καθώς ούτως ή άλλως το χρονικό διάστημα που θα απαιτείται για την ολοκλήρωση όλων των σταδίων του Κώδικα είναι περίπου 9 μήνες.
Το ίδιο το Μνημόνιο προβλέπει επαναξιολόγηση της εφαρμογής του Κώδικα μέχρι το Μάρτιο του 2016, οπότε και θα υπάρξει νέα τροποποίηση, αφού προηγηθεί, όπως και την πρώτη φορά, διαβούλευση τόσο με τις τράπεζες όσο και με τις οργανώσεις των καταναλωτών.
Τι ακριβώς προβλέπει η τροποποίηση του Κώδικα με βάση την απόφαση της ΕΠΑΘ:
H τροποποίηση προβλέπει ότι η πρώτη υποχρεωτική ειδοποίηση προς τους δανειολήπτες μπορεί να αποσταλεί μέχρι την 30η Δεκεμβρίου 2015 για τις περιπτώσεις δανείων που συμπληρώνουν (οποτεδήποτε μέχρι και την 15η Δεκεμβρίου 2015) καθυστέρηση μεγαλύτερη των 30 ημερολογιακών ημερών. Η εν λόγω ειδοποίηση παρέχει προθεσμία 15 εργασίμων ημερών στον δανειολήπτη να ενταχθεί στο δεύτερο στάδιο της διαδικασίας επίλυσης καθυστερήσεων.
Σε περίπτωση μη ανταπόκρισης αποστέλλεται εντός 15 ημερολογιακών ημερών από τη λήξη της ταχθείσας προθεσμίας προειδοποιητική επιστολή στις περιπτώσεις δανειοληπτών, εφόσον ο αποχαρακτηρισμός αυτών ως συνεργάσιμων μπορεί να έχει συνέπεια τον εκπλειστηρίασμα της μοναδικής κατοικίας τους με νομικές διαδικασίες που προτίθεται να κινήσει το πιστωτικό ίδρυμα.
Για τα δάνεια που περιέρχονται σε καθυστέρηση μεγαλύτερη των 30 ημερολογιακών ημερών μετά την 15η Δεκεμβρίου 2015, η πρώτη υποχρεωτική ειδοποίηση αποστέλλεται από το ίδρυμα εντός 15 ημερολογιακών ημερών από το χρόνο συμπλήρωσης της καθυστέρησης των 30 ημερολογιακών ημερών.
Για την ιεράρχηση του επείγοντος της αποστολής ειδοποιήσεων, τα πιστωτικά ιδρύματα θα λαμβάνουν υπόψη την κατηγοριοποίηση των δανείων που έχουν πραγματοποιήσει. Η μεθοδολογία της ιεράρχησης πρέπει να γνωστοποιηθεί στη Διεύθυνση Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος της ΤτΕ εντός 15 ημερών από τη δημοσίευση της τροποποίησης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (15 Οκτωβρίου 2015).