Στο μέσο περίπου της παραγωγικής περιόδου, ωστόσο με ζητήματα ποιότητας της πρώτης ύλης, συνεχίζεται η παραγωγή κονσέρβας ροδάκινου. Σε επικοινωνία μας με κονσερβοποιία της περιοχής τονίστηκε ότι σε κάποιες περιπτώσεις υπάρχει ζήτημα κοπής μεγάλων ποσοτήτων ανώριμων συμπύρηνων ροδάκινων, γεγονός που έχει επίπτωση στον ίδιο τον παραγωγό (χάσιμο κιλών), στην υποβάθμιση της ποιότητας της κομπόστας, την υπερκατανάλωση ζάχαρης (για να επιτευχθεί η γλυκύτητα) και εντέλει τη μείωση της κατανάλωσης.
Στο μεταξύ κινητικότητα από πελάτες στη γερμανική αγορά, που έτσι κι αλλιώς είναι η πιο σημαντική, διαχρονικά, για την ελληνική κομπόστα. Συμφωνίες έγιναν και με Μεγάλη Βρετανία όσο και με Σκανδιναβία. Γενικά οι αγορές της Ευρωπαϊκής Ένωσης απορροφούν περί το 70% της ελληνικής παραγωγής κομπόστας, ενώ η Κίνα και η Ρωσία, παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα, στην πραγματικότητα αγοράζουν μόλις το 2%-3% των ελληνικών εξαγωγών κομπόστας.