Ήμασταν καμιά τριανταριά νομάτοι. Βρεθήκαμε στην πλατεία Ρακτιβάν (Ωρολογίου) για να επιτελέσουμε κάποιο θλιβερό καθήκον: Να προσευχηθούμε για τις ψυχές των στρατιωτών που πέσαν υπερασπιζόμενοι τα ιδανικά της φυλής και το πάτριο έδαφος. Τέτοιες ημέρες, πριν από δεκάδες χρόνια.
Τριάντα όλοι κι όλοι. Εκπρόσωποι φορέων οι περισσότεροι. Λίγοι συγγενείς πεσόντων και κάποιοι που εκπροσωπούσαν τον εαυτό τους και ήρθαν γιατί το θεώρησαν εθνική υποχρέωση.
«Λίγο νερό. Ένα ποτήρι νερό για το τρισάγιο» ψελλίζει ο βοηθός του ιερέα. Ένας φαντάρος σπεύδει προθύμως. Ματαίως όμως. Νερό; Ούτε σταγόνα. Πισίνες όσες θέλεις. Και άφθονες κάνουλες στεγνές παραπλεύρως να γελούν ειρωνικά. Εδώ στην πλατεία νερό; Και μάλιστα πόσιμο; Σαν πολλά δε ζητάμε;
Δεν μπορεί, κάπου θα υπάρχει μία βρύση».
Κάποτε ήρθε το νερό από το διπλανό καφενείο. Οι παριστάμενοι ανακουφίστηκαν. Η τελετή αρχίζει:
«Μετά πνευμάτων αγίων…».
Δακρύζουν εκείνοι που θρηνούν ακόμη τον άνθρωπό τους. Μουρμουρίζουν για τον άδικο χαμό των παλικαριών κάποιοι, και ανάμεσα σ’ αυτούς αγανακτισμένος ικέτης και εγώ:
«Ε βρε στρατηγοί της δεκάρας! Στρατηγοί του 1974! Βλέπατε τις τούρκικες αρμάδες να ροβολάν προς τα παράλια της Κύπρου και συνεχίζατε να απολαμβάνετε το ουζάκι σας ξέγνοιαστοι: «Προγραμματισμένες ασκήσεις είναι. Το βεβαιώνει και ο στρατιωτικός ακόλουθος της Αμερικής».
Και το πιστεύατε εσείς. Ή, κάνατε πως το πιστεύατε. Και όλο και πλησιάζουν τα καράβια των τούρκων. Και όλο με το ουζάκια σας εσείς: «Έχουμε τη διαβεβαίωση των συμμάχων». Ούτε μία διαταγή για επιφυλακή, έστω για το θεαθήναι. Για τα μάτια του κόσμου που λένε. Ούτε μία μικρή επιφυλακή στους αγωνιώντες στρατιώτες της Κύπρου.
Έτσι πλάκωσε ανενόχλητος ο Αττίλας. Και ο πρώτος και ο δεύτερος. Ο πρώτος ο προδοτικός, ο δεύτερος ο διαπραγματευτικός. Ανελέητοι και δολοφονικοί αμφότεροι. Και ούτε και βρέθηκε κάποιος να στείλει τους ενόχους στο στρατοδικείο. Για το θεαθήναι έστω. Για τα μάτια του κόσμου που λένε.
Πού είσαι μαύρε καβαλάρη να τους στείλεις στα έξι μέτρα; Πού είσαι Πλαστήρα να τους στείλεις στο Γουδί;
Μην ξεχνιόμαστε όμως. Η επιμνημόσυνη δέηση μόλις τελείωσε. Κατάθεση στεφάνων για τους ενδόξους πεσόντες. Κατάθεση ελπίδων για τους αγνοούμενους. Αχ αυτές οι πονεμένες μητέρες που σβήσαν και τα μάτια τους ήταν ακόμη καρφωμένα στην εξώπορτα της αυλής!
Και εμείς εδώ, στην πυρακτωμένη πλατεία μας, σε στάση προσοχής, μετράμε τα δευτερόλεπτα τηρώντας την καθιερωμένη ενός λεπτού σιγή.
Ακολουθεί ο εθνικός ύμνος. Βραχνιασμένες φωνές των στρατιωτών του αγήματος, συνοδεύουν τον ύμνο που εκπέμπει το κασετόφωνο του Δήμου, αντικαθιστώντας την μπάντα του πάλαι ποτέ Β΄ Σώματος Στρατού.
Η τελετή της επιμνημόσυνης δέησης δεν είχε συνέχεια. Δεξίωση και τα τοιαύτα σε μέρες οικονομικής ύφεσης και λιτότητας, παραλείπονται παντελώς.
Ο.Σ.