Η τελική συμφωνία είναι επώδυνη, δύσκολη και στην πορεία πρέπει να υπάρξουν διορθωτικές κινήσεις σύμφωνα με τους κανόνες της Ε.Ε. στο πλαίσιο της ευελιξίας. Είναι απαραίτητο να αντικατασταθούν αναποτελεσματικά μέτρα από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι τα μέτρα που προτείνονται για την φορολόγηση των αγροτών, τα οποία η κυβέρνηση δεν τα εισάγει για ψήφιση στο δεύτερο πακέτο των προαπαιτούμενων στις 22 Ιουλίου καθώς δεν αποτέλεσαν τμήμα αυτών των προαπαιτούμενων στην συμφωνία με τους εταίρους. Συνεπώς είναι πλέον διαθέσιμος περισσότερος χρόνος για συζήτηση, προτάσεις, αλλαγές με μεταρρυθμίσεις. Τα κυριότερα μέτρα είναι:
α) κατάργηση του αφορολόγητου ορίου των 12.000 ευρώ, με φορολόγηση πλέον και των κοινοτικών ενισχύσεων από το πρώτο ευρώ και αύξηση του συντελεστή φορολόγησης των αγροτικών εισοδημάτων από το 13% στο 26%. Η αποδοχή μιας τέτοιας απαίτησης εγείρει, σοβαρά ζητήματα ανταγωνιστικότητας εις βάρος των αγροτών της χώρας μας σε σχέση με τους αγρότες των υπόλοιπων χωρών της Ε.Ε., καθώς στις πολλές χώρες της Ε.Ε. δεν φορολογούνται οι κοινοτικές ενισχύσεις και σε κάθε περίπτωση ο συντελεστής δεν είναι τόσο υψηλός.
β) αύξηση της προκαταβολής φόρου στο 100%. Πρόκειται για επώδυνο μέτρο, όπως και στους άλλους απασχολούμενους στις υπόλοιπες οικονομικές δραστηριότητες. Ειδικά στον αγροτικό τομέα όλα τα έσοδα αποτελούν την οριστική κατάληξη της όλης παραγωγικής διαδικασίας που στις περισσότερες περιπτώσεις απέχει σημαντικά χρονικά. Για τον λόγο αυτό προβλέπεται σήμερα η προκαταβολή να είναι στο 27,5%, και για τους κατά κύριο επάγγελμα αγρότες στο 13%. Στην πράξη δεν είναι δυνατόν να εισπραχθεί προκαταβολή φόρου 100%, πρόκειται για αναποτελεσματικό μέτρο που δεν θα έχει απόδοση.
γ) κατάργηση της επιστροφής του ειδικού φόρου κατανάλωσης πετρελαίου. Το πρόβλημα εδώ είναι ότι το μέτρο αυτό δεν συνοδεύεται από αγροτικό πετρέλαιο κίνησης με βάση αντικειμενικά κριτήρια όπως τις στρεμματικές ανάγκες και το είδος της καλλιέργειας. Αυτό δηλαδή το οποίο συμβαίνει στις περισσότερες χώρες της Ε.Ε..
δ) η επιβάρυνση των αγροτικών εφοδίων με συντελεστή Φ.Π.Α. 23% αντί για 13%. Στο θέμα αυτό αρκεί να τονιστεί ότι ακόμη και ο Φ.Π.Α. σε αγροτικά εφόδια (λιπάσματα, γεωργικά φάρμακα) στο 13% είναι ο υψηλότερος Φ.Π.Α. στην ευρωζώνη με αποτέλεσμα να υπάρχει σαφής επίπτωση στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής αγροτικής παραγωγής. Είναι εκτός πραγματικότητας η αύξηση του σε 23%.
Τα μέτρα αυτά θα οδηγήσουν σε μείωση της παραγωγικής διαδικασίας στον αγροτικό τομέα, με δυσμενείς συνέπειες στις εξαγωγές, στο εμπορικό ισοζύγιο, στο έλλειμμα στην αγροτική παραγωγή και συνεπώς και στα συνολικά δημοσιονομικά μεγέθη της χώρας (πρωτογενές έλλειμμα). Συνεπώς είναι οικονομικά αναποτελεσματικά, κοινωνικά άδικα και θα οδηγήσουν σε συρρίκνωση της ελληνικής αγροτικής παραγωγής, σε περαιτέρω μείωση τη αυτάρκειας και σε αύξηση εισαγωγών.
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο το κάθε μέτρο ξεχωριστά αλλά το τελικό μίγμα το οποίο είναι όχι μόνο αντιαναπτυξιακό αλλά ουσιαστικά μη εφαρμόσιμο και κοινωνικά άδικο. Για τον λόγο αυτό μεταξύ άλλων προτείνεται:
• Τα μέτρα να μην είναι οριζόντια: π.χ. αγροτικό πετρέλαιο κίνησης σε ειδικές κατηγορίες βάσει καλλιέργειας και εισοδήματος.
• Να υπάρχει προοδευτική φορολογική κλίμακα με στόχο να υπάρξει κοινωνική δικαιοσύνη.
• Να υπάρξει διάκριση μεταξύ όσων δεν παίρνουν επιδοτήσεις σε σχέση με όσους στηρίζονται αποκλειστικά στις επιδοτήσεις.
• Να υπάρξει επίσης διάκριση μεταξύ μη επιδοτούμενων και επιδοτούμενων προϊόντων.
• Να διαχωριστούν οι κατά κύριο επάγγελμα αγρότες από τους υπόλοιπους.
• Να υπάρξει άμεση καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής στον αγροτικό χώρο που οδηγεί σε μείωση εσόδων και στο να υπερφορολογούνται οι συνεπείς αγρότες.
Από το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης διαφαίνεται ότι στην διαπραγματευτική ομάδα της ελληνικής κυβέρνησης δεν υπήρχε γνώση των ειδικών θεμάτων της αγροτικής οικονομίας. Η έλλειψη προετοιμασίας και προτάσεων της κυβέρνησης με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ισοδύναμου δημοσιονομικού αντίκτυπου οδηγεί στην πρόταση υιοθέτησης οικονομικά αναποτελεσματικών και κοινωνικά άδικων μέτρων.
Ταυτόχρονα, προτείνεται να αρχίσει άμεσα η σύνταξη εθνικού σχεδίου για την ανόρθωση της αγροτικής οικονομίας. Η εκπόνηση και η υλοποίηση του δεν μπορεί να περιμένει, έχει ήδη καθυστερήσει. Τα κυριότερα στοιχεία του προτεινόμενου εθνικού σχεδίου αγροτικής ανάπτυξης είναι τα εξής:
Καθετοποίηση της παραγωγής που θα μειώσει το συνολικό κόστος.
Μείωση του ανοίγματος ψαλίδας τιμών με ρυθμίσεις όπως η μείωση των κερδών στην αλυσίδα εμπορίας. Αξιοσημείωτο είναι ότι στην έκθεση του ΟΟΣΑ για το γάλα αναφέρεται ότι τα περιθώρια κέρδους στην αλυσίδα λιανικής πώλησης για το γάλα είναι κατά πολύ υψηλότερα από την Ε.Ε. Απαιτείται μεταρρυθμιστική διάθεση και τομές για να μειωθούν αυτά τα περιθώρια προς όφελος παραγωγών και καταναλωτών.
Στροφή στην παραγωγή ποιοτικών αγροτικών προϊόντων. Προώθηση της ολοκληρωμένης διαχείρισης και της βιολογικής γεωργίας και κτηνοτροφίας,
Ρυθμίσεις εξυγίανσης του εμπορίου των αγροτικών προϊόντων που θα φέρουν έσοδα και θα μειώσουν το κόστος.
Δημιουργία ενός αξιόπιστου συστήματος ελέγχων και πιστοποιήσεων σε όλα τα επίπεδα που θα μειώσει τα πρόστιμα.
Προώθηση σύγχρονων δράσεων εμπορίας, τυποποίησης, μεταποίησης και νέων μορφών συμβολαιακής γεωργίας που θα αυξήσουν τα συνολικά έσοδα.
Αναδιάρθρωση των καλλιεργειών με έμφαση σε προϊόντα που πλεονεκτούμε και μπορούν να σταθούν αυτοδύναμα στις διεθνείς αγορές.
Στροφή προς την παραγωγή κτηνοτροφικών προϊόντων όπου η χώρα μας είναι ελλειμματική με αξιοποίηση και διαχείριση των βοσκοτόπων ως μοχλό ανάπτυξης της υπαίθρου.
Αποφασιστική στροφή στην αγροτική έρευνα, σύνδεση της με την παραγωγή και εμπορία.
Ανάπτυξη έργων υποδομής και κατασκευή αρδευτικών έργων από το επιδοτούμενο πρόγραμμα αγροτικής ανάπτυξης που θα μειώσουν το κόστος παραγωγής
Στήριξη συλλογικών δράσεων με εξαγωγικό προσανατολισμό. Ενίσχυση ομάδων παραγωγών από κοινοτικές ενισχύσεις για δραστηριότητες που αφορούν καινοτόμα προϊόντα.
Με τις παραπάνω αλλαγές, τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και το εθνικό σχέδιο αγροτικής ανάπτυξης ο πρωτογενής τομέας θα έχει τις δυνατότητες να συμβάλλει αποφασιστικά στην αειφόρο αγροτική ανάπτυξη και στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για έξοδο από τη σημερινή κρίση. Πρέπει άμεσα να οικοδομηθεί αυτό το νέο υγιές παραγωγικό μοντέλο με πυρήνα την πραγματική οικονομία, που θα αξιοποιεί τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας μας, τόσο σε φυσικό πλούτο, όσο και σε ανθρώπινο δυναμικό.
Θανάσης Θεοχαρόπουλος
Πρόεδρος ΔΗΜΑΡ