Αναπόλησα το μικρό σιντριβάνι της Ελιάς με τους χαριτωμένους πίδακες που δροσίζαν αδιάκοπα το ολόγυμνο κορμί της «κόρης της Βεροίας».
Αναπόλησα και την θαυμαστή «κόρη», το μπρούτζινο αντίγραφο του αρχαίου ομώνυμου προτύπου που εκστασιάζει φιλότεχνους και μη επισκέπτες εκεί, στην βασιλική πλατεία του Μονάχου.
Θυμήθηκα και τον ακάματο καλλιτέχνη που προσέφερε τον μόχθο της δουλειάς του για να απολαμβάνουν οι συμπολίτες του καθώς θα περιφέρονται στον ανθώνα και τους διαδρόμους της Ελιάς, τη θέα του σιντριβανιού και της λουόμενης αρχαϊκής βεργιωτοπούλας.
Τις μέρες αυτές του καύσωνα, θα τη δροσίζουν τα νερά του σιντριβανιού, συλλογίστηκα και κίνησα κατευθείαν για την αγαπημένη μου Ελιά που τη στερήθηκα χρόνους ολόκληρους εξαιτίας ενός ταξιδιού μου σε μακρινούς τόπους.
Αλίμονο! Τα είχε καταστρέψει όλα η λαίλαπα της ανάπλασης. Την Ελιά δυσκολεύτηκα να την ανακαλύψω. Και όταν επιτέλους κάποιοι με διαβεβαίωσαν πως ναι, αυτό που βλέπεις μπροστά σου είναι η Ελιά, με πήραν τα κλάματα. Την πέθαναν την Ελιά! Και να μην είμαι εδώ να της ανάψω ένα κεράκι…
«Και το σιντριβάνι; Το πέθαναν κι αυτό;».
Το πέθαναν κι αυτό! Τί μας χρειάζεται ένα σιντριβάνι σε μια άναρχη Ελιά;
Αναζήτησα την κόρη και τη βρήκα σε κάποιον απόμακρο χώρο. Γυμνή, τσίτσιδη, χωρίς να δικαιολογεί τη γύμνια της κάποια πισίνα ή κάποια πλαζ:
Τί κάνεις εδώ; Της φώναξα. Λες και ήταν αυτή υπεύθυνη για την κατάντια στην οποία την οδήγησαν.
Και η απάντηση της κόρης, ήρθε με κάποιο παράπονο, και άφθονη πίκρα και ατέλειωτη ειρωνεία:
«Τι κάνω; Μα δεν το βλέπεις; Κάνω… ηλιοθεραπεία».
Ένας αναγνώστης
Για την αντιγραφή
Ο.Σ.