Ο καθηγητής Ξυγγόπουλος στο άρθρο του για το Μ. Η. 1963 αλλά και για τον εορτασμό της επετείου των χιλίων ετών από την ίδρυση της Μονής της Μεγίστης Λαύρας, αναφερόμενος στις πνευματικές φυσιογνωμίες όλων των αιώνων που έδρασαν στον Άθω, προβάλλει έναν άγνωστο ιερομόναχο, τον Διονύσιο εκ Φουρνά, τον ζωγράφο και συγγραφέα της περίφημης “Ερμηνείας των ζωγράφων”.
Ο Διονύσιος γεννήθηκε σε ένα μικρό χωριό των Αγγράφων, το Φουρνά, γύρω στα 1660. Στα 16 του πήγε στο Όρος και έγινε μοναχός. Ξεκίνησε μαθήματα αγιογραφίας περισσότερο σχεδιάζοντας και αντιγράφοντας “τινα αρχαίτυπα του περιφήμου Μανουήλ Πανσελήνου”. Δόκιμος ζωγράφος, πλέον, στα χρόνια 1729 - 1733, γράφει την “Ερμηνεία” και ταυτόχρονα συνεχίζει να αγιογραφεί. Αυτής της περιόδου είναι οι αγιογραφίες του στο παρεκκλήσι του κελιού του. Στα 1734 φεύγει για την πατρίδα του, όπου χτίζει το μοναστήρι της Ζωοδόχου πηγής. Εκεί πεθαίνει το 1746.
Το βιβλίο του έγινε γνωστό στη γαλλική του μετάφραση από το 1845. Ακολούθησαν ελληνικές εκδόσεις (1853, 1885, 1909). Έκανε εξαιρετική εντύπωση. Σε ένα σημείο της “Ερμηνείας” γράφει: “Μιμούμενος κατά το δυνατό μοι τον εκ Θεσσαλονίκης δίκην σελήνης λάμψαντα, τον κυρ Μανουήλ Πανσέληνον”. Πραγματικά ο Διονύσιος αντιγράφει τις μεγαλοπρεπείς μορφές που είχε ζωγραφίσει στις αρχές του 14ου αιώνα στο πρωτάτο των Καρυών ο Μανουήλ Πανσέληνος.
Ο Ξυγγόπουλος, ερμηνεύοντας τη στροφή του Διονυσίου προς τον Μανουήλ Πανσέληνο, αναφέρεται στην τάση που επικρατεί τον 17ο και 18ο αιώνα, κατά την οποία επιθυμία των αγιογράφων ήταν να ξεφύγουν από την αυστηρή κρητική ζωγραφική, που πλέον είχε καταντήσει πραγματική ρουτίνα. “Επιθυμούσαν οι ζωγράφοι του 17ου και 18ου αιώνα να βάλουν στα έργα τους τη φυσικότητα, να αντιγράφουν δηλαδή με τρόπο ρεαλιστικό τις ανθρώπινες μορφές και το τοπίο που η κρητική τεχνοτροπία είχε αυστηρά σχηματοποιήσει.
Ο καθηγητής Ξυγγόπουλος μας βοηθάει να εκτιμήσουμε ακόμη περισσότερο την προσπάθεια του Διονυσίου, αναφερόμενος στον Παναγιώτη Δοξαρά, σύγχρονο του Διονυσίου, που είχε σπουδάσει τη ζωγραφική στην Ιταλία και που η τέχνη του ήταν ολότελα πια ιταλική. Ο Δοξαράς έγραψε και αυτός ένα μικρό βιβλίο με τίτλο: “Περί ζωγραφίας”, στο οποίο πλέκει το εγκώμιο των μεγάλων ζωγράφων της Βενετίας και συμβουλεύει τους νέους ζωγράφους να αντιγράφουν τα έργα των Ευρωπαίων.
Κλείνοντας το άρθρο του ο καλός μας καθηγητής γράφει ότι η απήχηση του Διονυσίου ήταν μικρή και επηρέασε μόλις μερικούς Αγιορείτες μοναχούς. Η κατάπτωση της βυζαντινής τέχνης συνεχίστηκε ραγδαία, η Ορθόδοξη Αγιογραφική παράδοση είχε παύσει να υπάρχει ακόμη και στο Άγιο Όρος και σε όλη την Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα πριν την επανάσταση του 1821, ενώ στα Επτάνησα η αγιογραφία είχε γίνει ολότελα ιταλική.