Του Ιωάννη Ιασ. Βελέντζα Διπλ. Ηλεκτρολόγου Μηχανικού
Λοιπόν φίλοι μου, … διαπραγμάτευση. Το μείζον θέμα των τελευταίων μηνών. Κανείς, πραγματικά δεν μπορεί να κατανοήσει τι γίνετε και που πάει το θέμα. Και εγώ το κατάλαβα, πριν δύο ημέρες.
Μπουκάρω που λέτε, σε ένα χώρο υγειονομικού ενδιαφέροντος (μερικές φορές είμαι άπαιχτος. Με βλέπω καλεσμένο στη νέα ΕΡΤ, για να μιλήσω, για καμιά δίαιτα!) και είμαι έτοιμος για το … γνωστό φραπεδάκι. Στο διπλανό τραπέζι, δύο κυρίες. Η μία, γνωστή, σύζυγος φίλου μου, αλλά μάλλον δεν με γνωρίζει, γιατί η περίπτωση “περνώ απαρατήρητος”, δεν παίζει. Και αυτές οι ρημάδες πόρτες, είναι στενές!
Οι κυρίες αναλύανε, πως περάσανε, το προηγούμενο βράδυ. Λέει η κυρία, του φίλου μου: “πέρασα τέλεια, υπέροχα, φανταστικά. Γύρισε, ο Μήτσος μου, από τη δουλειά, πήγαμε για δείπνο, στη συνέχεια κάναμε ρομαντικό περίπατο. Όταν φθάσαμε σπίτι, άναψε κεριά, κάναμε … τσιριμπίμ - τσιριμπόμ, και όταν τελειώσαμε, συζητούσαμε με τις ώρες. Ήταν σαν παραμύθι. Πρώτη φορά, … τόσο καλά (ακατανόμαστε στην έσκασα. Νόμιζες, θα πληκτρολογήσω, πρώτη φορά αριστερά!).
Την άτιμη, σκέφθηκα. Τον απατά. Δεν μπορεί, … ο Μήτσος. Δέκα χρόνια μεγαλύτερός μου, και είκοσι κιλά, παραπάνω. Δεν γίνεται. Μου πέρασε από το μυαλό να τον τηλεφωνήσω, αλλά συγκρατήθηκα. Έκανα υπομονή.
Αλέξη μου και οι δανειστές, υπομονή δείχνουν τόσο καιρό και μας αφήσανε να φθάσουμε στο … αμήν, μόνοι μας.
Που λέτε φίλοι μου, … η άτιμη κοινωνία που άλλους τους ανεβάζει και άλλους τους κατεβάζει, τα έφερε έτσι και το βράδυ, με την παρέα που εξήλθα, ήταν και ο Μήτσος. Κάποια στιγμή, μεταξύ ούζου και μπριζολακίου, ρώτησα τον Μητσάρα, πως τα πέρασε χθες. Ώρες, ώρες, είμαι μια κυρά Κατίνα!
Χάλια, είπε ο φίλος μου. Χειρότερα, δεν μπορούσε. Όταν επέστρεψα σπίτι, κατάκοπος από τη δουλειά, δεν είχε μαγειρέψει τίποτα, γιατί μας είχαν κόψει το ρεύμα, αφού δεν το είχα πληρώσει. Έτσι αναγκαστήκαμε να βγούμε έξω για φαγητό, ήταν όμως τόσο ακριβό και δεν μας έμεινε, δραχμούλα (ευρουλάκι ήθελα να πω!), για ταξί, οπότε αναγκαστικά γυρίσαμε με τα πόδια. Επειδή όμως δεν είχαμε ρεύμα, γέμισα το σπίτι με κεριά. Κάναμε, τσιριμπίμ - τσιριμπόμ, αλλά ήμουν τόσο τσαντισμένος, που δε μπορούσα να κοιμηθώ και είχα και τη γυναίκα μου να μιλά ακατάπαυστα επί ώρες!
Ρε, την ξανθιά, σκέφθηκα. Έτσι βγαίνουν τα ανέκδοτα!
Που λες, Αλέξη, έτσι την “πατήσαμε”. Ενώ η χώρα μας, είναι ο σύζυγος, που δεν έχει να πληρώσει το ρεύμα του, πιστέψατε, ότι είναι, η σύζυγος. Και προσήλθατε στη διαπραγμάτευση, μέσα στην τρελή χαρά. Και όλα τέλεια και όλα υπέροχα και μας υπολογίζουν και μας φοβούνται και δεν μπορούν χωρίς εμάς … και το κουμπί δεν θα πατήσουν.
Και αφού παίξαμε τη σκηνή από την ταινία “κορίτσια στον ήλιο”, όπου ο Βόγλης, ο βοσκός, στην αρχή διώχνει την κοπελιά, λέγοντάς της: “άντε φύγε, άντε, άντε, …” στη συνέχεια κυνηγά την όμορφη ξανθιά και της φωνάζει στάσου μύγδαλα. Στάσου, μωρέ μην τρέχεις. Στάσου να σου δώσω μύγδαλα.
Έτσι και εμείς. Χρήματα δεν θέλουμε, έχουμε, είμαστε και οι πρώτοι μάγκες, θα το κάνουμε Κούγκι, τους λέγαμε, τι είναι αυτό μας ρωτούσαν, δημιουργική ασάφεια τους απαντούσαμε και τώρα κυνηγάμε την τρόικα (όμορφη ξανθιά δεν τη λες!) και της φωνάζουμε: “στάσου έχω πρόταση. Στάσου σου λέω μωρέ, έχω και άλλη πρόταση 47 σελίδες!”.
Επόμενη αγαπημένη σκηνή, Νίκος Κούρκουλος στην ταινία “ορατότης μηδέν”, τη στιγμή που λέει: “τα ελατήρια κόλλησαν, δεν ανοίγουν, ο ατμός δεν μπορεί να ξεφύγει. Τι κάνετε μωρέ, σταματήστε το κάρβουνο. Όχι άλλο κάρβουνο”.
Έτσι και οι θεσμοί, επηρεασμένοι φωνάζουν: “τα στόματα κόλλησαν, δεν ανοίγουν. Οι προτάσεις δε μπορούν να ξεφύγουν. Τι κάνετε μωρέ, σταματήστε τη διαπραγμάτευση, όχι άλλη διαπραγμάτευση”.
Σε αυτό το σημείο, βρισκόμαστε Αλέξη.
Στην υπέροχη σκηνή, της ταινίας “τι κάνει ο άνθρωπος για να ζήσει”, όπου ο Χατζηχρήστος ζητά δανεικά από τον Φωτόπουλο.
Ζητά δραχμές, δραχμάς δεν δίνουμε, δώσε δολάρια, δολάρια δε δίνω, δίνω όμως φράγκα ελβετικά, υπολογισμένα στην τιμή του γαλλικού φράγκου και έχω και μάρκα και δίνω ισπανικές πετσέτες και λέμε και εμείς τώρα: “δώσε πετσέτες, δώσε τραπεζομάντηλα, δώσε κατσαρόλες και μαχαιροπήρουνα, ποτήρια, δώσε κάτι να πάρω, να με συγχωρείς ρε μπάρμπα, κάτι να πάρω, κάτι και εγώ ο φουκαράς, δώσε κάτι τέλος πάντων, δώσε κάτι”!