Με τα όρια της παράνοιας φαίνεται πως φλερτάρει το πολιτικό σύστημα της Τουρκίας. Την ώρα που η γειτονική χώρα δίνει μία τριμέτωπη μάχη εναντίον Συρίων, Κούρδων και τζιχαντιστών, με αμφιλεγόμενο αποτέλεσμα για τη μοίρα της στην περιοχή, πολιτικοί κύκλοι διαρρέουν απίθανα σενάρια σχετικά με τη Συνθήκη της Λοζάνης.
Ο αμερικανός αναλυτής Nikolas Danforth, σε εκτενές άρθρο του στο έγκριτο περιοδικό Foreign Policy με τίτλο Notes on a Turkish Conspiracy, καταγράφει τους ισχυρισμούς των συνωμοσιολόγων για το μέλλον της Τουρκίας μετά την υποτιθέμενη λήξη της Συνθήκης της Λοζάνης(;) και τη γένεση της νέας Τουρκίας που οραματίζεται ο Ταγίπ Ερντογάν, από τη Μοσούλη ως τη Θράκη. Στο συγκεκριμένο άρθρο ο Ν. Danforth καταγράφει τους ισχυρισμούς κύκλων της Τουρκίας, ότι υπάρχουν μυστικά άρθρα που υπέγραψαν Τούρκοι και Βρετανοί διπλωμάτες στη Λοζάνη, πριν από έναν περίπου αιώνα και στα οποία αναφέρεται ότι η περιοχή της Ελληνικής Δυτικής Θράκης θα επιστρέψει στην Τουρκία, μαζί με περιοχές του σημερινού Ιράκ, όπως η Μοσούλη.
Ο αρθρογράφος, βέβαια, επισημαίνει ότι πρόκειται μόνο για σενάρια, προσθέτοντας ότι η Συνθήκη της Λοζάνης δεν περιλαμβάνει κανένα κρυφό άρθρο για λήξη της ισχύος της, αλλά είναι ενδιαφέρον να εξετάσει κανείς το τι αποκαλύπτουν όλες αυτές οι θεωρίες συνωμοσίας για τον τρόπο που αντιδρά το τουρκικό πολιτικό σύστημα σε περιόδους εξαιρετικά κρίσιμες για το μέλλον της χώρας.
Οι σκέψεις που διατυπώνονται σχετικά με την υποτιθέμενη λήξη της Συνθήκης της Λοζάνης διαφοροποιούνται ανάλογα με τις πολιτικές απόψεις του εκάστοτε συνωμοσιολόγου. Οι επικριτές του Ερντογάν υποστηρίζουν ότι ο τούρκος Πρόεδρος συνεργάζεται με την Ευρωπαϊκή Ένωση για τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου Κουρδιστάν, ότι σχεδιάζει ένα νέο Βόσπορο για να διασφαλίσει την πρόσβαση των αμερικανικών πλοίων στη Μαύρη Θάλασσα ή ότι επιχειρεί να υπονομεύσει την κυριαρχία που διασφάλισε ο Ατατούρκ για την Τουρκία. Οι υποστηρικτές του Ερντογάν, αντίθετα, θεωρούν ότι, με τη λήξη της Συνθήκης της Λοζάνης, η Τουρκία αποκτά τη δυνατότητα διόρθωσης των συνόρων που είχε διασφαλίσει πριν από 100 χρόνια, ανακαταλαμβάνοντας περιοχές όπως η Μοσούλη και μέρος της Δυτικής Θράκης.
Αν ο Ερντογάν εμμείνει στην επιλογή του να εισέλθει στη Θράκη με πρόσχημα τα θρήσκευμα, στην πραγματικότητα ανοίγει τον δρόμο για να «επιστρέψει» στην Μικρά Ασία όχι μόνον η Ελλάδα, αλλά και η Ευρώπη, με το ίδιο πρόσχημα. Αυτό, όμως, δεν συμφέρει την Τουρκία, κα μάλιστα σε μία εποχή που είναι υποχρεωμένη λόγω των ενταξιακών της διαπραγματεύσεων να αναγνωρίζει δικαιώματα. Δεν την συμφέρει να ανοίξει το ζήτημα της θρησκείας, ούτε καν σε επίπεδο Ισλάμ, γιατί το κεμαλικό καθεστώς θα απειληθεί με πτώση. Αν όμως απειληθεί το καθεστώς αυτό, παύει στην πραγματικότητα να υπάρχει Τουρκία όπως σήμερα, τουλάχιστον, την γνωρίζουμε. Εκτός και αν αυτός είναι ο απώτερος στόχος της ηγεσίας Ερντογάν!
Διαχρονικά, τα κόμματα των Ισλαμιστών στην Τουρκία εξέφραζαν πολιτικά τους «ριγμένους» από τη Συνθήκη της Λοζάνης, τους γηγενείς μουσουλμάνους τούρκους της Μικράς Ασίας. Η σύγκρουση Κεμαλιστών – Ισλαμιστών στην Τουρκία συμπυκνώνει έριδες σχεδόν 100 χρόνων. Οι «εισαγόμενοι» Ευρωπαίοι κεμαλιστές από τα Βαλκάνια κυριάρχησαν οικονομικά και πολιτικά στους γηγενείς πληθυσμούς της Μικράς Ασίας, καταδικάζοντάς τους να ζουν στο περιθώριο. Η εκλογή Ερντογάν ανέτρεψε αυτή τη σχέση και, ως πολιτικός εκπρόσωπος των γηγενών ισλαμιστών, δεν θα διστάσει να διαλύσει και την ίδια την Τουρκία (όπως οι νεότουρκοι την Οθωμανική Αυτοκρατορία), προκειμένου να «ξηλώσει» από την εξουσία της χώρας τους κεμαλιστές δυνάστες της.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο επέλεξε την Γερμανία και έχασε. Κατέρρευσε και δημιουργήθηκε μία μικρότερη χώρα, η Τουρκία, στην οποία ο Κεμάλ τράβηξε μία διαχωριστική γραμμή με το παρελθόν και τη θρησκεία, την οποία έθεσε εκτός κράτους. Σχεδόν 100 χρόνια μετά, η Τουρκία είναι μία χώρα διαφορετική από εκείνη του Ατατούρκ. Είναι ακριβώς το αντίθετο. Η θρησκεία καθορίζει το Κράτος. Έκανε, όμως, ένα δεύτερο ιστορικό λάθος: γέννησε, γιγάντωσε και τώρα είναι δέσμια του «Ισλαμικού Κράτους» (ISIS). Και έρχεται και πάλι σε αντίθεση (όπως στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο) με όλη τη Δυτική κοινότητα. «Θα διαλυθούμε και θα υποστούμε, όπως και τότε, τις συνέπειες των λανθασμένων συμμαχιών», τόνισε ο τούρκος θρησκευτικός ηγέτης Φετουλάχ Γκιουλέν, σε δήλωσή του που απευθυνόταν στον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Στον τομέα της τουρκικής εσωτερικής πολιτικής, η συζήτηση για το τέλος της Συνθήκης της Λοζάνης αντανακλά τους φόβους ορισμένων και τις ελπίδες άλλων ότι, με τον πρώην πρωθυπουργό και νυν Πρόεδρο, η Τουρκία εισέρχεται σε μία δεύτερη περίοδο δημοκρατίας, αυτή που ο Ερντογάν αποκαλεί «Νέα Τουρκία. Οι υποστηρικτές του πιστεύουν ότι το τουρκικό κράτος θα απαλλαγεί από τον αυταρχισμό που χαρακτηρίζει την δημοκρατία του Ατατούρκ, ενώ οι επικριτές ανησυχούν για την υποχώρηση του κοσμικού κράτους.
Όπως επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ο αρθρογράφος, οι αμερικανοί παρατηρητές ξεχνούν συχνά ότι, όταν ήρθε το ΑΚΡ στην εξουσία, τα σύνορα της Τουρκίας και όχι μόνο εκείνα της Μέσης Ανατολής, αποτελούσαν ενδεχόμενα σημεία ανάφλεξης. Ένας πόλεμος με την Ελλάδα φάνταζε πιθανός το ίδιο και με το Ιράν, τη Συρία, το Ιράκ και την Αρμενία. Η θεωρία των μηδενικών προβλημάτων του Αχμέτ Νταβούτογλου άλλαξε τα δεδομένα, μολονότι η Αραβική Άνοιξη έδειξε τα όριά της.
Σήμερα, με ορατό το ενδεχόμενο μεταφοράς του μετώπου μεταξύ Ισλαμικού Κράτους και Κούρδων από τη Συρία εντός της Τουρκίας, παράλληλα με την αναθέρμανση της διένεξης της Άγκυρας με το ΡΚΚ, η Συνθήκη της Λοζάνης είναι το μόνο ασφαλές σημείο αναφοράς για το μέλλον της Τουρκίας, ικανό να σφραγίσει την προσωπική ασφάλεια και την σταθερότητα των τούρκων πολιτών.
Ενδεχομένως, η αποκάλυψη του Foreign Policy να μην ήταν ανησυχητική, αν δεν συνδυαζόταν με την πρόσφατη κάθοδο στις ευρωεκλογές του ρατσιστικού τουρκικού κόμματος DEB (Κόμμα Ισότητας, Ειρήνης και Φιλίας) στην Ξάνθη και τη Ροδόπη. Το DEB κατάφερε τον Μάιο να εκλεγεί πρώτο στην Ξάνθη με 25% και στη Ροδόπη με 40% (συνολικά 40.000 ψήφοι). Σύμφωνα με την «Καθημερινή», προς ενίσχυση του DEB κατέφθασαν με μισθωμένα λεωφορεία περισσότεροι από 4.00 ψηφοφόροι, μουσουλμάνοι Έλληνες πολίτες, καταγόμενοι από τη Ροδόπη, που ζουν ως εργαζόμενοι, συνταξιούχοι ή φοιτητές στην Τουρκία. Ειδικά στην Κομοτηνή, το DEB δείχνει να συσπειρώνει τουλάχιστον το 90% των μουσουλμάνων εκλογέων.
Το φιλοτουρκικό κόμμα DEBμ, που αυτοαποκαλείται «Κόμμα Ειρήνης, Ισότητας και Φιλίας», στις αρχές του χρόνου εξέδωσε προκλητικότατη ανακοίνωση στα τουρκικά με αφορμή την 29η Ιανουαρίου, χαρακτηρίζοντας την «Ημέρα Εθνικής Αντίστασης των Τούρκων της Δυτικής Θράκης»! Τα μέλη του DEB στην Ξάνθη και την Κομοτηνή, βλέπουν τους Αλβανούς του Κοσσόβου να «πετυχαίνουν» τους στόχους τους και νομίζουν ότι για λόγους «πατριωτισμού» πρέπει να τους μιμηθούν. Αυτό που δεν βλέπουν είναι ότι αυτοί είναι διαφορετική περίπτωση από εκείνους. Εκείνοι ήταν πάντα Αλβανοί μέσα σε Σέρβους. Οι «τούρκοι» της Θράκης δεν είναι τέτοιοι. Οι μουσουλμάνοι στη Θράκη συμφώνησαν να είναι «Έλληνες» για να διατηρήσουν τις περιουσίες τους στο ελληνικό τμήμα της Θράκης. Για όσο διάστημα διατηρούν τις περιουσίες τους στο ελληνικό της μέρος, καθίστανται παράνομοι ίδιοι όταν θέτουν θέμα εθνικού αυτοπροσδιορισμού. Η μειονότητα της Θράκης έχει το δικαίωμα να διαμαρτύρεται μόνο για θέματα που άπτονται της ελευθερίας της θρησκευτικής πίστης (και κάτι τέτοιο δεν υφίσταται, αφού απολαμβάνουν πλήρη δικαιώματα στην άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων). Όλα τα άλλα τα έχει προβλέψει προ πολλού η Συνθήκη της Λοζάνης.
Η «χειροβομβίδα» της Θράκης
Αρχικά, είναι πολύ σημαντικό να καταλάβει ο αναγνώστης τον τρόπο με τον οποίο δημιουργούνται και λειτουργούν οι Διεθνείς Νόμοι και οι Διεθνείς Συνθήκες. Εκ των δεδομένων, οι διεθνείς συνθήκες δημιουργούν ένα περιβάλλον, το οποίο είναι «τεχνητό». Γιατί, αν το περιβάλλον ήταν φυσικό, δεν θα χρειαζόταν μία Συνθήκη για να το κάνει λειτουργικό. Ακριβώς, λοιπόν, επειδή το περιβάλλον δεν είναι φυσικό, δεν είναι ασφαλές εκεί όπου απαιτούνται ειδικές γνώσεις να εμπλέκονται άνθρωποι χωρίς αυτές, για να μην προκαλούνται «ατυχήματα».
Μία τέτοια συνθήκη είναι και η Συνθήκη της Λοζάνης, μέσω της οποίας παραχωρήθηκε η Δυτική Θράκη στην Ελλάδα. Η Συνθήκη, η οποία αν δεν προσεχθεί στις λεπτομέρειές της μπορεί να τινάξει τα πάντα στον αέρα. Μπορεί να καταστρέψει όλους τους εμπλεκόμενους, και πρώτους αυτούς που σήμερα δείχνουν να μην την σέβονται. Αυτό σημαίνει ότι όλοι αυτοί που διακινούν συνωμοσιολογικά σενάρια για το μέλλον της Θράκης (ψευτο-μουφτήδες, εκκολαπτόμενοι πολιτικοί εκπρόσωποι και τοπικοί μουσουλμάνοι τουρκόφρονες δημοσιογράφοι) είναι επικίνδυνοι πρωτίστως για την Τουρκία και μετά για την Ελλάδα.
Ακριβώς επειδή δεν διαθέτουν τις απαιτούμενες γνώσεις διεθνούς δικαίου, καταφεύγουν στον μιμητισμό πολιτικών εθνικών διεκδικήσεων, χωρίς να γνωρίζουν τι ακριβώς είναι αυτό που μιμούνται, και, κυρίως, αν τους συμφέρει να το μιμούνται. Όταν λειτουργείς υπέρ του τουρκικού εθνικισμού, και δεν γνωρίζεις τι ακριβώς απειλεί το τουρκικό κράτος, είναι θέμα χρόνου να ενεργήσεις εις βάρος σου!
Οι αυτοπροσδιοριζόμενοι ως «Τούρκοι της Θράκης» (DEB) μιμούνται στις συμπεριφορές τους άλλες εθνικές μειονότητες (κυρίως των Βαλκανίων), οι οποίες εκμεταλλεύονται την έννοια της εντοπιότητας προκειμένου να εκφράσουν αιτήματα για δικαιώματα εθνικού αυτοπροσδιορισμού, ονειρευόμενοι αυτονομίες κ.λ.π. Είναι όμως ασφαλές (για τους ίδιους) αυτό που κάνουν;
Τα πάντα ξεκινούν από το γεγονός ότι αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους ως αυτόχθονες και, πάνω σε αυτό το δεδομένο, χτίζουν την επιχειρηματολογία τους και εγείρουν διεκδικήσεις. Ειδικά μετά την πρόσφατη «επιτυχία» των Αλβανών του Κοσσόβου και της Ιλιρντά, αυτοί έχουν γίνει τα πρότυπά τους. Αυτό όμως είναι λάθος. Κι αυτό γιατί, αν γνωρίζει κάποιος πως λειτουργεί το διεθνές δίκαιο, θα διαπιστώσει ότι δεν υπάρχουν «αυτόχθονες» στη Θράκη!
Ακόμα και αν οι ίδιοι οι Έλληνες για οποιονδήποτε λόγο απαρνούνταν την ελληνικότητα της Θράκης, οι Τούρκοι θα έπρεπε να ήταν εκείνοι που θα διαμαρτύρονταν για ωμή παραβίαση της Διεθνούς Συνθήκης. Ακόμα και αν οι ίδιοι οι Έλληνες αναγνώριζαν από μόνοι τους τουρκική εθνική μειονότητα στη Θράκη, οι τούρκοι και το τουρκικό κράτος θα έπρεπε να τους καταγγείλουν στα διεθνή δικαστήρια, καθώς θα έπρεπε να βλέπουν μία τέτοια αναγνωρισμένη μειονότητα ως «χειροβομβίδα», η οποία τοποθετείται εκ του πονηρού στα χέρια τους, με στόχο την απειλή της ασφάλειάς τους, ενέργεια που θα ισοδυναμούσε με casus belli.
Το «ειδικό περιβάλλον» της Συνθήκης της Λοζάνης
Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, το περιβάλλον στη Θράκη είναι τεχνητό. Ως εκ τούτου, τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται. Για να υπάρχει ασφάλεια στην ευρύτερη περιοχή, τα πάντα θα πρέπει να ερμηνεύονται όπως επιβάλει η Συνθήκη της Λοζάνης, και όχι όπως επιβάλει η λογική. Σύμφωνα, λοιπόν, με την περίφημη Συνθήκη, η Θράκη είναι κεφάλαιο «ανταλλαγής». Νομικά ήταν «ακατοίκητη» πριν από την παράδοσή της στην Ελλάδα, όπως νομικά ήταν «ακατοίκητη» και η Μικρά Ασία ή ο Πόντος πριν από την παράδοσή τους στην Τουρκία. Νομικά, δηλαδή, η Θράκη δεν ήταν πατρίδα κανενός, ώστε από αυτό το στοιχείο να έλκει και η ίδια την «ταυτότητά» της.
Η Θράκη δεν είναι ελληνική επειδή η πλειονότητα των κατοίκων της ήταν κάποτε-ή σήμερα- Έλληνες. Ελληνική είναι γιατί ανήκει νόμιμα στην Ελλάδα. Θα ήταν ελληνική, ακόμα και αν η πλειονότητα των κατοίκων της ήταν Κινέζοι, επειδή ακριβώς δόθηκε ως κεφάλαιο «αντιπαροχής» στους Έλληνες και στην Ελλάδα. Οι τούρκοι πήραν το ανάλογο «ελληνικό κεφάλαιο» στην Μικρά Ασία και έδωσαν ως «αντιπαροχή» κεφάλαιό τους στην Ευρώπη.
Συμφωνήθηκε, δηλαδή, από τους άμεσα συμβεβλημένους στη Συνθήκη ότι όλοι όσοι βρίσκονται ή θα βρίσκονται ποτέ να κατοικούν νόμιμα στη Θράκη θα δηλώνονται Έλληνες. Νόμιμοι θα είναι μόνον αν δηλώνουν Έλληνες, ανεξαρτήτως του τι ήταν εθνικά προηγουμένως ή του τι πίστευαν θρησκευτικά. Το ακριβώς αντίστοιχο έγινε και στην Τουρκία. Όποιος παρέμεινε μετά την ανταλλαγή στην Τουρκία (πλην συγκεκριμένων και απόλυτα προσδιορισμένων εξαιρέσεων) είναι νόμιμος στη Μικρά Ασία μόνον ως τούρκος πολίτης.
Αυτά δεν έγιναν από τύχη, ούτε από τις συγκυρίες. Είναι αποτελέσματα συγκεκριμένης στρατηγικής, η οποία εξυπηρετούσε τα συμφέροντα αυτών που τα διαπραγματεύθηκαν.
Εδώ πρέπει να προσέξει ο αναγνώστης, γιατί οι όροι είναι πολύ σημαντικοί στην περιγραφή τόσων λεπτών καταστάσεων. Έλληνες και Τούρκοι συμφώνησαν μεταξύ τους να μην φαίνεται πουθενά ότι «κατάκτησαν» το παραμικρό. Νομικά δεν «έδιωξαν» οι Τούρκοι τους Έλληνες από τη Μικρά Ασία, αλλά «έφυγαν» από μόνοι τους από αυτήν, για να ζήσουν με ομοίους τους στη νέα πατρίδα τους. Ομοίως δεν «έδιωξαν» οι Έλληνες τους τούρκους από τις λεγόμενες «νέες χώρες» και, άρα, και από τη Θράκη. Και συμφώνησαν σε αυτό, γιατί αυτό ήταν το συμφέρον και για τις δύο πλευρές.
Αν δεν συμφωνούσαν σε αυτό το δεδομένο, θα υπήρχε πρόβλημα και για τους δύο: γιατί «κατακτητής» στην «κατάκτησή» του είναι υποχρεωμένος να αναγνωρίσει εθνικά δικαιώματα σε γηγενείς πληθυσμούς, εφόσον είναι αλλοεθνείς. Άρα, αν οι τούρκοι του Κεμάλ «κατακτούσαν» τη Μικρά Ασία, θα έπρεπε να ανεχθούν και να αναγνωρίσουν δικαιώματα όχι μόνον στην ελληνική εθνική μειονότητα της Μικράς Ασίας, αλλά και σε πλήθος άλλες. Δεν μπορούσαν να «ξηλώσουν» καμία από αυτές από τη Μικρά Ασία, επειδή αυτό θα τους βόλευε. Σε μία τέτοια περίπτωση, θα κατηγορούνταν για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, γενοκτονία κ.λ.π. Άλλωστε, αυτό είναι το κύριο επιχείρημα για τη σθεναρή αντίδρασή τους απέναντι στη διεθνώς αναγνωρισμένη γενοκτονία των Αρμενίων.
Βεβαίως, ούτε την ελληνική πλευρά συνέφερε να εμφανίζει τη Θράκη ως προϊόν κατάκτησης. Δεν προσαρτήθηκε η Θράκη στον ελληνικό κορμό ως «προϊόν» κατακτητικής δραστηριότητας του ελληνικού κράτους. Ούτε καν «απελευθερώθηκε» (ούτε αυτή η έννοια σε απαλλάσσει από τις υποχρεώσεις σου απέναντι σε μειονότητες ξένων πληθυσμών). Η Θράκη ως χώρος προστέθηκε στο ελληνικό κράτος με την ταπεινή «λογιστική» λογική, βάσει της οποίας προστίθεται νέα ιδιοκτησία πάνω σε παλαιά ιδιοκτησία. Δεν απελευθερώθηκε από κάποιον κατακτητή, γιατί δεν κατακτήθηκε από κάποιον νέο. Αν συνέβαινε αυτό, οι τούρκοι της Θράκης θα προστατευόταν ως εθνική μειονότητα, με δικαίωμα παραμονής σε αυτόν τον χώρο. Δεν θα μπορούσαν οι Έλληνες νε τους διώξουν στην Τουρκία, γιατί θα κατηγορούνταν επίσης γα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και γενοκτονία.
Γίνεται έτσι αντιληπτό ότι, αν δεν συμφωνούσαν όλα αυτά μεταξύ τους Έλληνες και Τούρκοι, δεν θα μπορούσαν να πραγματοποιήσουν ανταλλαγή πληθυσμών. Δεν θα μπορούσαν να κάνουν αναγκαστική ανταλλαγή πληθυσμών και να απειλούν με μόνιμη βία όποιους Έλληνες ή Τούρκους αντιδρούσαν στην μεθόδευση και επεδίωκαν να παραμείνουν στα πατρογονικά τους εδάφη με αναγνωρισμένα και κατοχυρωμένα εθνικά δικαιώματα. Δεν δόθηκε επιλογή στους Έλληνες Πόντιους να παραμείνουν στον Πόντο ως τέτοιοι, όπως δεν δόθηκε επιλογή και στους τούρκους Θρακιώτες. Όποιος επέλεγε να παραμείνει στα χώματα που γεννήθηκε, θα παρέμενε υπό τους νέους όρους της Συνθήκης. Ό,τι κι αν ήταν προηγουμένως, στη Μικρά Ασία θα μπορούσε να παραμείνει μόνον ως τούρκος και στη Θράκη μόνον ως Έλληνας.
Υπήρξε, δηλαδή, μία χρονική συγκυρία μετά τον Α’ Παγκόσμιο, με τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κατά την οποία Έλληνες και Τούρκοι βρέθηκαν στιγμιαία στο «κενό» δίχως πατρίδα, αλλά με συγκεκριμένο και απόλυτα καταμετρημένο κεφάλαιο εκατέρωθεν του Αιγαίου. Είχαν κεφάλαιο να μοιράσουν, και από αυτά που θα συμφωνούσαν θα προέκυπταν οι νέες πατρίδες τους. Πριν τη συμφωνία ήταν «απάτριδες» λαοί που μετά την συμφωνία απέκτησαν πατρίδες, τις οποίες μπορούσαν να αποτυπώσουν στον χάρτη. Ούτε καν η τότε ελεύθερη Ελλάδα δεν εξαιρέθηκε ως κεφάλαιο από αυτή τη γενική καταμέτρηση, που εξυπηρετούσε αυτή την εφ’ όλης της ύλης ελληνοτουρκική συμφωνία. Αφού έτσι έμπαινε τέλος οριστικά σε μία συνύπαρξη εκατοντάδων χρόνων και στις δύο πλευρές του Αιγαίου, που καθόριζε με εξαιρετική σαφήνεια τα μεταξύ τους σύνορα.
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι εκεί εδράζεται το επιχείρημα της Άγκυρας για την όποια δυνητική επέκταση της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, η οποία απειλείται με casus belli, γιατί (σύμφωνα με την τουρκική πλευρά) αναθεωρεί τα όσα συμφωνήθηκαν στη Λοζάνη. Ενώ τα ό,ποια σημεία σύγκρουσης των δύο κρατών βρίσκονται στα Δωδεκάνησα (Ίμια, Αγαθονήσι, Καστελλόριζο, ΑΟΖ), τα οποία περιήλθαν μετά από την παραχώρησή τους από την Ιταλία στην Ελλάδα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και, επομένως, έμειναν εκτός Συνθήκης.
Το παράδοξο της Τουρκίας
Έτσι, στην παραπάνω λογική, έχουν χτιστεί τα δύο αυτά κράτη εκατέρωθεν του Αιγαίου. Όσοι ήθελαν να διατηρήσουν την αυθεντική εθνική τους ιδιότητα, μετακινήθηκαν προς τη μεριά της νέας τους πατρίδας. Όσοι αισθάνονταν Τούρκοι και βρισκόταν στα Βαλκάνια, μετακινήθηκαν στη Μικρά Ασία, και όσοι βρίσκονταν ήδη στη Μικρά Ασία παρέμειναν εκεί με τα ίδια δικαιώματα και όχι με πλεονέκτημα εντοπιότητας.
Το ίδιο έγινε και με τους Έλληνες, όσοι ήταν στα Βαλκάνια παρέμειναν στις εστίες τους, ενώ όσοι βρισκόταν στη Μικρά Ασία ξεκίνησαν την πορεία τους προς τη νέα πατρίδα. Οι ντόπιοι θα διατηρούσαν τις προηγούμενες περιουσίες τους και οι πρόσφυγες θα έπαιρναν κλήρους αποζημίωσης για τις περιουσίες που άφησαν πίσω τους. Οι πάντες ξεκίνησαν τη ζωή τους από μηδενική βάση (σ.ιστ.: Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί πως η συμφωνία της Συνθήκης της Λοζάνης έγινε μετά τις σφαγές Ελλήνων από τους Τούρκους στην Μικρά Ασία και τον Πόντο (οπότε και δεν υπήρξε κανένας ταξιδιωτικός περίπατος, ήρεμη εγκατάλειψη των πατρογονικών τους εδαφών ή δικαίωμα απόφασης για παραμονή ή όχι στους Έλληνες της Μικράς Ασίας και του Πόντου, σε πλήρη αντίθεση με τους τούρκους της Θράκης), και αυτή η Συνθήκη αποτέλεσε την μεγάλη ευκαιρία για τον Κεμάλ Ατατούρκ να μην συρθεί στο διεθνές δικαστήριο ως εγκληματίας κατά της ανθρωπότητας και γενοκτόνος, ενώ ελέγχεται η ελληνική χαλαρότητα στην παράδοση της Ανατολικής Θράκης που ήταν πλήρως καλυμμένη – οχυρωμένη από τον Ελληνικό Στρατό).
Εξαιτίας, λοιπόν, εκείνης της συμφωνίας, οι Έλληνες πήραν το υπόλοιπο της Μακεδονίας, τη μισή Θράκη και τα –φτωχά εκείνη την εποχή- νησιά του Αιγαίου. Οι τούρκοι πήραν την άλλη μισή (ανατολική) Θράκη, μαζί με τη μυθική Κωνσταντινούπολη και την τερατώδη Μικρά Ασία. Όμως, το μεγάλο κέρδος του Κεμάλ ήταν αλλού. Με την «αποζημίωση» των Ελλήνων κατάφερε και πήρε κεφάλαιο και από άλλους λαούς, τους οποίους δεν αποζημίωσε με έναν ίδιο και «δίκαιο» τρόπο. Με τη συμφωνία του με τους Έλληνες να μην αναγνωρίζονται εθνικές μειονότητες εντός των συνόρων των νέων χωρών, στέρησε αυτό το δικαίωμα και από τις άλλες εθνικότητες, οι οποίες βρίσκονταν ως γηγενείς στη Μικρά Ασία. Επειδή ακριβώς «δέχθηκαν» οι Έλληνες να απαρνηθούν συνειδητά την εθνική τους ταυτότητα στη Μικρά Ασία, την απαρνήθηκαν υποχρεωτικά και παρά τη θέλησή τους και οι Κούρδοι και οι Αρμένιοι και οι Αλεβήδες και πολλοί άλλοι. Όμως, οι Έλληνες είχαν «αποζημιωθεί» ενώ οι υπόλοιποι όχι.
Η σύγκρουση των πιο ισχυρών παραγόντων της καταρρέουσας αυτοκρατορίας, Ελλήνων και Τούρκων, «ωφέλησε» αμφότερους, αλλά έβλαψε τους υπόλοιπους λαούς της Μικράς Ασίας. Με τον «μανδύα» της νομιμότητας σε ό,τι αφορά τις πρακτικές των ανταλλαγών κεφαλαίου και πληθυσμών, ο Κεμάλ και το νεότευκτο κράτος του αδίκησαν όλες τις άλλες μειονότητες της Μικράς Ασίας. Ήταν τόσο θολά τα πράγματα, που κανένας δεν μπορούσε να διακρίνει πότε οι στρατιωτικές δυνάμεις του Κεμάλ «συνόδευαν» ανταλλάξιμους πληθυσμούς και πότε «ξήλωναν» μη ανταλλάξιμους. Η ασάφεια της εποχής τους επέτρεπε να κάνουν εγκλήματα, ενώ η σαφήνεια της Συνθήκης τους προστάτευε, εφόσον μιλούσε για ανταλλαγή εθνικών ομάδων, η οποία γινόταν με τη «βοήθεια» θρησκευτικών κριτηρίων.
Ο Κεμάλ και οι νεότουρκοι των Βαλκανίων, ερχόμενοι στη Μικρά Ασία, στην κυριολεξία θησαύρισαν! Σκεφτείτε ότι 1.650.000 τούρκοι υπήκοοι, χριστιανικού θρησκεύματος, μοιράστηκαν ως Έλληνες μεταξύ τους το μέρος που τους αντιστοιχούσε στην αντικειμενικά μικρή Ελλάδα, ενώ στη Μικρά Ασία πήγαν 670.000 Έλληνες υπήκοοι, μουσουλμανικού θρησκεύματος, που, ως Τούρκοι, τη μοιράστηκαν σχεδόν μόνοι τους.
Όλα αυτά νομιμοποιήθηκαν εξαιτίας της Συνθήκης της Λοζάνης. Αυτή η συνθήκη είναι εκείνη που απαλλάσσει την Τουρκία (άρα και τους κυρίαρχους Κεμαλιστές) από τις κατηγορίες –άρα και τις υποχρεώσεις- για αποζημιώσεις απέναντι σε Κούρδους ή τους Αρμένιους. Όσο κι αν αυτό φαίνεται παράδοξο, αποτελεί γεγονός ότι από τη Συνθήκη της Λοζάνης καθορίζονται ένα πλήθος παραμέτρων, οι οποίες φαινομενικά δεν έχουν σχέση με τα εμφανώς εμπλεκόμενα μέρη. Για παράδειγμα, ακόμη και τα σύνορα της Τουρκίας με τη Συρία ή το Ιράκ, καθορίζονται βάσει αυτής της Συνθήκης.
Η Συνθήκη της Λοζάνης είναι αυτή που δίνει στην Τουρκία κυριαρχικά δικαιώματα στο σύνολο της Μικράς Ασίας, άρα και στην κουρδική περιοχή, και της επιτρέπει να αναπτυχθεί στρατιωτικά εντός του συνόλου της μικρασιατικής περιοχής. Χωρίς αυτή τη Συνθήκη, είναι παράνομος ο τουρκικός στρατός στα εδάφη των Κούρδων. Χάρη σε αυτή τη Συνθήκη, «δεν υπάρχουν» Κούρδοι στο Κουρδιστάν και είναι όλοι τους Τούρκοι.
Ταυτόχρονα, όμως, εξαιτίας της ίδιας της Συνθήκης, η Τουρκία απαλλάχθηκε και από το πρόβλημα των χριστιανών, οι οποίοι δεν αρνήθηκαν να μετακινηθούν από τη Μικρά Ασία. Εξαιτίας της Συνθήκης δεν ίσχυε κανένας διεθνής νόμος προστασίας θρησκευτικών δικαιωμάτων. Αυτοί, οι οποίοι θα δήλωναν ψευδώς ότι είναι Τούρκοι και μωαμεθανοί για να παραμείνουν στα πατρώα εδάφη τους και να διατηρήσουν τις περιουσίες τους, δεν προστατεύονταν πια από το νόμο, αν άλλαζαν γνώμη. Δεν θα μπορούσαν να ξαναεμφανιστούν ως χριστιανοί και στη συνέχεια ως Έλληνες, όταν οι κοινωνικές συνθήκες στην Τουρκία θα ήταν πιο ασφαλείς. Αυτό το απαγόρευε η Συνθήκη.
Η Τουρκία, λοιπόν, απάλλαξε από την εθνικότητά τους τους «τούρκους» της Θράκης, αλλά ανάγκασε και την Ελλάδα να απαλλάξει τους χριστιανούς της Μικράς Ασίας από την ελληνικότητά τους, εφόσον αυτοί ανήκαν στον ποίμνιο της Κωνσταντινούπολης. Ο Πατριάρχης υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει όχι μόνο την επίσημη ιδιότητα του Εθνάρχη των Ελλήνων, αλλά και εκείνη του Αρχιερέα του Χριστιανισμού. Για να μην μπορεί το Ελληνικό ή Χριστιανικό Πατριαρχείο να συνδεθεί με κανέναν από τους φανερούς ή κρυφούς χριστιανούς, οι οποίοι θα παρέμεναν. Όποιος παρέμενε στην Τουρκία, θα ήταν πλέον τούρκος και τυπικά μωαμεθανός, εφόσον στο ουσιαστικό επίπεδο δεν ενδιέφερε το κεμαλικό καθεστώς η «ειλικρίνεια» της πίστης των υπηκόων του. Το κεμαλικό καθεστώς το ενδιέφερε απλά να δηλώσουν επίσημα την «πίστη» τους, ώστε να έχει το νομικό δικαίωμα να τιμωρεί αυτούς που θα χρησιμοποιούσαν την κρυφή τους πίστη για τη διεκδίκηση εθνικών δικαιωμάτων εις βάρος της Συνθήκης.
Το DEB απειλεί την Τουρκία
Καταλήγουμε, λοιπόν, στο συμπέρασμα ότι ένας αναγνωρισμένος εθνικά «τούρκος» με νόμιμη περιουσία στη Θράκη, θα έδινε δικαίωμα για αναγνώριση ταυτότητας και απαίτηση περιουσίας ενός Κούρδου στην Ανατολική Τουρκία. Ποιόν, λοιπόν, απειλεί περισσότερο ένα τουρκικό κόμμα στην Ελληνική Θράκη;
Η Ελλάδα στην χειρότερη γι αυτήν περίπτωση, θα αναγκαστεί να αναγνωρίσει εθνική μειονότητα. Ούτε η πρώτη χώρα θα είναι που το κάνει αυτό, ούτε η τελευταία. «Εθνικά δικαιώματα» δεν σημαίνει απόσχιση της Θράκης, όπως δεν αποσχίστηκε η Βόρειος Ήπειρος από την Αλβανία ή τα ουγγρικά Καρπάθια από την Ρουμανία.
Ωστόσο, αυτό που για την Ελλάδα θα ήταν απλά δυσμενές, για την Τουρκία θα ήταν καταστροφή. Τα εθνικά δικαιώματα της θρησκευτικής μειονότητας της Θράκης θα άνοιγαν τον δρόμο για διεκδίκηση αποζημιώσεων όλων των εθνικών μειονοτήτων της Τουρκίας από το τουρκικό κράτος. Ακόμα και κάποιων Ελληνων, οι οποίοι σε προσωπικό επίπεδο μπορεί να μην θεωρούν τους εαυτούς τους ικανοποιημένους.
Και ακριβώς επειδή δεν υφίσταται «μερικώς ισχύουσα» (κατά το «ολίγον έγκυος») Συνθήκη, η παραμικρή «κατάπτωση» μίας τέτοιας Διεθνούς Συνθήκης θα οδηγούσε σε κατάρρευση όλων των επιμέρους διατάξεών της. Από την Θράκη, δηλαδή, μπορεί να ξεκινήσει ένα ντόμινο εξελίξεων, το οποίο μπορεί να αλλάξει τον χάρτη ολόκληρης της Ανατολικής Μεσογείου.
Στην πραγματικότητα, η «ικανοποίηση» της Ελλάδας και των «ανταλλαγμένων» Ελλήνων είναι αυτή που εγγυάται όχι μόνον την ακεραιότητα της Τουρκίας, αλλά και την σταθερότητα της Μέσης Ανατολής. Η Ελλάδα, για παράδειγμα, είναι αυτή που «εγγυάται» την προστασία της Τουρκίας από τις συριακές απαιτήσεις. Η Ελλάδα είναι αυτή που «εγγυάται» την νομιμότητα των στρατοπέδων της Τουρκίας στο Κουρδιστάν. Εξαιτίας της Ελλάδας, κράτη όπως η Συρία, το Ιράκ ή ακόμα και ο Λίβανος, δεν μπορούν να εγείρουν νομικές απαιτήσεις εις βάρος της Τουρκίας για άδικες «μοιρασιές». Αν αμφισβητήσει η Τουρκία το παραμικρό από τη Συνθήκη της Λοζάνης, στην πραγματικότητα πριονίζει το κλαδί πάνω στο οποίο κάθεται η ίδια.
Γιατί, όμως, η Άγκυρα φέρεται παράλογα, αφού τα γνωρίζει όλα αυτά;
Το πρόβλημα για την Τουρκία είναι η επικίνδυνη φύση εκείνων που διαφεντεύουν τις τύχες της. Ενώ οι ιδρυτές και πραγματικοί «αρχιτέκτονες» της Τουρκίας κοιτούσαν για την ασφάλειά τους από τη Δύση και την Ανατολή, ο Ερντογάν κάνει το ακριβώς αντίθετο. Βλέπει από την Ανατολή προς τη Δύση. Οι κεμαλιστές «ακουμπούσαν» στην ασφαλή Ελλάδα και έβλεπαν ως πηγή κινδύνου των συμφερόντων τους τους πληθυσμούς της Ανατολής, οι οποίοι τους έβλεπαν εχθρικά, είτε για λόγους θρησκείας είτε για λόγους εθνικότητας, από τους ευσεβείς μωαμεθανούς τούρκους, οι οποίοι αμφισβητούσαν μόνιμα το σχεδόν άθεο κοσμικό καθεστώς, ως τους εθνικά μη Τούρκους, οι οποίοι αμφισβητούσαν το εθνικού τύπου τουρκικού καθεστώς. Γι αυτό και η πολιτική τους ήταν μόνιμα εσωστρεφής.
Ο Ερντογάν, από την άλλη, βλέπει τα πράγματα με τον ακριβώς αντίθετο τρόπο. Βλέπει την Τουρκία, όπως βλέπει τη Γερμανία ένας Γερμανός. Ενιαία εθνικά, πολιτικά, πολιτισμικά και θρησκευτικά. Τη χρησιμοποιεί ως βάση επέκτασης προς τα έξω. Η πολιτική του πρόταση είναι εξωστρεφής. Αυτή την ενιαία Τουρκία θεωρεί ότι μπορεί να την στρέψει εναντίον εξωτερικών εχθρών, άρα και εναντίον της Ελλάδας. Γι αυτόν τον λόγο η Τουρκία (η επιβίωση της οποίας στηρίχθηκε στον άθεο κοσμικό της χαρακτήρα) τα τελευταία χρόνια παριστάνει τον φανατικό «ιμάμη» της περιοχής. Βλέπουμε τη μωαμεθανική κοινότητα της Θράκης, η οποία στην κυριολεξία σώθηκε από την Ελλάδα (φοβούμενη να δώσει τη μάχη της επιβίωσης στην κοσμική Τουρκία του άθεου Κεμάλ), να παριστάνει την εμπροσθοφυλακή του τουρκικού εθνικισμού. Βλέπουμε την Τουρκία, με το έμπειρο στο ελληνοτουρκικό «παιχνίδι» διπλωματικό σώμα, να τοποθετεί στο Προξενείο της Κομοτηνής (Θράκη) όχι διπλωμάτες, αλλά πράκτορες της ΜΙΤ.
Ο Ερντογάν αντιλαμβάνεται την Τουρκία σαν ένα μεγάλο δυτικού τύπου κράτος (όπως η Γερμανία, η Γαλλία ή η Ισπανία), ενώ αυτό δεν συμβαίνει. Συμπεριφέρεται σαν να είναι ηγέτης ενός μεγάλου δυτικού χριστιανικού κράτους, ενώ αυτό δεν συμβαίνει. Αποσπά την «προσοχή» του τουρκικού κράτους από το εσωτερικό του και αυτό είναι θέμα χρόνου να το θέσει σε κίνδυνο. Όλα τα βλέπει από λανθασμένη οπτική γωνία. Θεωρεί, για παράδειγμα, ότι η «επιτυχία» της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο μπορεί να είναι «οδηγός» για παρόμοιες στρατηγικές, αγνοώντας εκκωφαντικά ότι η Κύπρος δεν ανήκε στη Συνθήκη της Λοζάνης, γι αυτό ακριβώς και «πέτυχε» η Τουρκία.
Η Τουρκία δεν μπορεί, όμως, να ξεφύγει από τη φύση της. Αναπτύχθηκε με τον οθωμανικό τρόπο, ομοιάζοντας μόνο στο τυπικό μέρος με εθνικό κράτος. Αυτό δεν έγινε εξαιτίας κάποιας «γενετικής αδυναμίας» ή «κατωτερότητας» των Τούρκων. Αυτό επιλέχθηκε από τους Κεμαλιστές ως μοντέλο οργάνωσης, γιατί αυτό τους συνέφερε. Αν ήθελαν δυτικού τύπου οργανωμένη «εθνική» -και, άρα, «σκληρή»- Τουρκία, θα έπρεπε να δώσουν στους πληθυσμούς της χωράφια, δικαιώματα, δημοκρατία, δικαιοσύνη, μόρφωση και όλα αυτά δεν τους συνέφεραν.
Έτσι, χρησιμοποίησαν το θρησκευτικό δόγμα ως «αντιδόγμα», στον χώρο όπου πριν εδραζόταν μία κατά κανόνα ομόθρησκη και πολυεθνική αυτοκρατορία. Εξαιτίας αυτού του «αντιδόγματος» της κοσμικής Τουρκίας υπάρχουν οι μουσουλμάνοι στην Ελληνική Θράκη. Φοβούμενοι το άδειο νέο καθεστώς, δεν την εγκατέλειψαν στην ανταλλαγή των πληθυσμών, ακόμα και για το δέλεαρ των μεγάλων κλήρων, οι οποίοι προβλεπόταν για αυτούς. Παρέμειναν φανατικοί μουσουλμάνοι στη Θράκη, ελπίζοντας στην πολιτισμένη και ευγενική συμπεριφορά του ελληνικού κράτους.
Αυτούς τους ανθρώπους τους εγκατέλειψε στην κυριολεξία η κοσμική Τουρκία στα χέρια της Ελλάδας. Ο Ερντογάν ονειρεύεται να κάνει το ακριβώς αντίθετο. Προσπαθεί, μέσω του ίδιου δόγματος, να κάνε την εθνική Τουρκία μία αυτοκρατορία με διεθνή ερείσματα, η οποία θα μπορούσε ακόμα και να επεκταθεί πάνω σε άλλα έθνη. Εξαιτίας αυτού του δόγματος «ξανασυνδέεται» με τους μουσουλμάνους της Θράκης. Αυτό που άφησαν οι Κεμαλιστές ως επικίνδυνο για την δική τους Τουρκία, το πιάνει ο Ερντογάν ως χρήσιμο για την δική του Τουρκία.
Ωστόσο, κάτι τέτοιο απειλεί με καταστροφή όλες τις παραμέτρους που δίνουν σταθερότητα στην περιοχή. Για παράδειγμα, τα σύνορα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας είναι το επίτευγμα του κεμαλικού καθεστώτος που θωρακίζει, τουλάχιστον από τα δυτικά, τη γενικώς «εύθραυστη» Τουρκία. Το γεγονός ότι μπορείς αυτά τα σύνορα να τα διαπερνάς με «πλατφόρμα» τη θρησκεία, δεν σημαίνει τίποτε απολύτως. Όταν, όμως, ξεσηκώνεις μειονότητες στη Θράκη, νομιμοποιείς όλους εκείνους οι οποίοι ξεσηκώνουν μειονότητες στο Κουρδιστάν. Όταν επιλέγεις να περιφέρονται Τούρκοι επίσημοι στη Θράκη (δήθεν στο όνομα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων) είναι θέμα χρόνου να εμφανιστούν Ιρακινοί ή Σύριοι ή Κούρδοι, να κάνουν το ίδιο στην Ανατολική Τουρκία.
Οι κεμαλιστές διέλυσαν μία αυτοκρατορία, για να σωθούν οι ίδιοι σε ένα εθνικό σκάφος. Τώρα, έναν αιώνα μετά, έρχεται ο Ερντογάν και ονειρεύεται αυτοκρατορίες. Μόνο που, κάθε φορά που θα «σκαλίζει» την «εκρηκτική» Συνθήκη της Λοζάνης και θα δυναμιτίζει το κλίμα στη Θράκη, θα έχει απέναντί του ένα επικίνδυνο και σοβαρά οπλισμένο κεμαλικό παρακράτος, το οποίο είτε με γεγονότα τύπου «Γκεζί» είτε με προβοκάτσιες, θα δείχνει τα «δόντια» του, προκειμένου να διατηρήσει τα κεκτημένα του. Εκείνοι που δεν δίστασαν να θυσιάσουν μία αυτοκρατορία για το συμφέρον τους, θα διστάσουν τώρα να θυσιάσουν ένα κράτος που έχει πάψει πια να τους ανήκει;
Πηγή περιοδικό Hellenic Nexus