Ήταν Φλεβάρης του 1911 όταν ο Λορέντζος Μαβίλης από το βήμα της Βουλής, αποστόμωνε τους συναδέλφους του που λίγο πριν είχαν αποκαλέσει «χυδαία γλώσσα» τη δημοτική, τη γλώσσα του λαού.
«Χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει! Υπάρχουν μόνον χυδαίοι άνθρωποι». Και αμέσως διευκρίνισε πως ο χαρακτηρισμός δεν αναφερόταν σε κανέναν από τους παρόντες.
Έτσι έληξε η διένεξη. Έμεινε όμως παροιμιώδης η φράση του ποιητή.
Ο Λορέντζος Μαβίλης κατείχε άπταιστα πολλές ξένες γλώσσες. Αγνοούσε πάντως τα «Γαλλικά» στα οποία επιδίδονται κατά καιρούς οι ένοικοι της σημερινής Βουλής.
Ο πενηντάχρονος ποιητής, εγκατέλειψε τα έδρανα της Βουλής το 1912 και κατετάχθη εθελοντικά στο στράτευμα που αναχωρούσε για το Μέτωπο. Επέδειξε αυταπάρνηση και ανδρεία και με τον ένδοξο θάνατό του στο πεδίο της μάχης, επισφράγισε την αφοσίωσή του στα ιδεώδη της φυλής.
Οι θαμώνες της σημερινής Βουλής με την απαράδεκτη συμπεριφορά τους επισφράγισαν την άποψη πως αναξίως φέρουν τον τίτλο με τον οποίο ετίμησε ο Ελληνικός λαός.
Καμία σημασία δεν έχει ο μικρός ή ο μεγάλος αριθμός εκείνων που βωμολοχούσαν μετά μανίας την περασμένη εβδομάδα στα καθίσματα της Βουλής. Ούτε αν οι χυδαίες φράσεις που ακούστηκαν, βγήκαν από στόματος κυβερνητικών ή αντιφρονούντων βουλευτών. Σημασία έχει ότι βγήκαν ατόφιες από την αίθουσα της Ελληνικής βουλής και ακούστηκαν στο πανελλήνιο και όχι μόνον.
Τις άκουσαν και έφριξαν οι λιμενεργάτες του Πειραιά. Τις άκουσαν και οργίστηκαν οι ταξιτζήδες στην πιάτσα της Ομόνοιας και του Συντάγματος.
Τις άκουσαν και ξαφνιάστηκαν ακόμη και οι Χούλιγκαν της θύρας 12.
Και δεν πίστευαν στ’ αυτιά τους. «Τί κατάντια: Ούτε στα χειρότερα στέκια της δικής μας συντεχνίας δεν ακούστηκαν τέτοια «Γαλλικά»: Μη χειρότερα!».
Και (το χειρότερο) τις άκουσαν τα μαθητούδια της Φλώρινας ψηλά από τα θεωρία της Βουλής και αηδίασαν: «Γι’ αυτή λοιπόν τη δημοκρ ατία δώσαν τους αγώνες τους οι πατεράδες κι οι παππούδες μας;¨.
Με συγχωρείς καλέ μου αναγνώστη που σε κούρασα με τέτοιες άχαρες καταγραφές. Όμως θα πρέπει να τα ακούς κι αυτά. Για να ξέρεις! Και την άλλη φορά που θα έρχονται στην πόρτα σου και θα ζητούνε ψήφο κάτι τέτοιοι τύποι, να τους κουνάς το δάκτυλο και να τους λες:
«Μη σας ακούσω να λέτε στη Βουλή τέτοιες σιχαμερές κουβέντες γιατί δεν το έχω τίποτε να σας κόψω τη γλώσσα!».
Αν και θα τους άξιζε (με το συμπάθιο δηλαδή) να τους κόψεις κάτι άλλο.
Ο.Σ.