Στα 82 του χρόνια έφυγε από τη ζωή στο Παρίσι, όπου διέμενε τον τελευταίο καιρό δίπλα στην κόρη και τα εγγόνια του, ο Νίκος Σαμαράς, ο οποίος υπήρξε έμπορος, δημοτικός σύμβουλος Νάουσας, επί δημαρχίας Γρηγόρη Λιόλιου και αρθογραφούσε επί μακρόν, με την καυστική του πένα ως "Ιδιότροπος" στον τοπικό τύπο της πόλης που αγάπησε ιδιαίτερα. Η σωρός του Νίκου Σαμαρά θα είναι στη Νάουσα τη Μεγάλη Τρίτη για να ταφεί στην πόλη που τόσο αγάπησε. Στη μνήμη του αφιερώνουμε το παρακάτω άρθρο που μας παραχώρησε τον Δεκέμβριου του 2012 και είναι ιδιαίτερα επίκαιρο, αφού ο αείμνηστος Νίκος το τιτλοφορεί "Και τώρα τι θα γίνουμε χωρίς Τροικανούς". Ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα τον σκεπάσει.
«Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς τροϊκανούς; Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις».Γράφει ο «Ιδιότροπος», κατά κόσμον Νίκος Σαμαράς
Είχε περάσει η τετάρτη απογευματινή κι είπα ας πεταχθώ να δω το σύντροφο Τάση λίγες ημέρες πριν αναχωρήσω για τη θυγατέρα μου εις το εξωτερικό. Η μέρα ζεστή. Εξήλθον εκ της κατοικίας μου, πέρασα το αμαρτωλό σταυροδρόμι, άφησα στ' αριστερά μου τον ενορίτη Άγιο Μηνά και με μετρημένες δρασκελιές έφτασα στην πλατεία Καρατάσιου. Εκεί έδωσα μίαν θερμήν καλησπέρα στους φίλους του καφέ «Ελληνικόν». Μέσω Κωνσταντινίδη έφτασα στα Καμμένα και στρώθηκα σ' ένα παγκάκι να πάρω την πρώτη ανάσα. Απεφάσισα να κάνω αυτήν την διαδρομήν με τα ποδάρια μόνο και μόνο να εκδικηθώ αυτήν την οδυνηρά αρθρίτιδα, που όπου πέσει δεν λέει να φύγει με τίποτας. Έκανα κουράγιο κι
έφτασα στη γέφυρα των Μπατανίων, εκεί σταμάτησα, ανέβηκα το πεζούλι, πιάστηκα από τα κάγκελα κι έριξα μια ματιά προς τα επάνω να καμαρώσω την παλιά μου γειτόνισσα Αγία Τριάδα, που προβάλλει σα φάρος. Πέρασα το κονάκι του Δημητρού του Μάκη, όπου σήμερα είναι εγκαταστημένος ο όμιλος «Μπούλες». Πήρα τον ανηφορικό Καρατάσιο κι έφτασα στο αδιαπέραστο σοκάκι της Αγίας Τριάδος. Στράβωσα δεξιά, μπήκα στον παλιό μαχαλά, άναψα ένα κερί στην παλιά μου γειτόνισσα, έδωσα την καλησπέρα στις παλιές γειτόνισσες Βέτα, Δεσπούλα, Χρυσάνθη, Μπέμπα και Ρούλα και τράβηξα χωρίς άλλη χασομέρια για το σπίτι του σύντροφου Τάση. Ασθμαίνων χτύπησα το κρικέλι της πόρτας, άκουσα το «ποιος είναι;», «Ιδιότροπος» απαντώ. Κατέβηκε ο σύντροφος, άνοιξε, με καλωσόρισε με το εξής ερώτημα: «Ποια χρεία σε ηνάγκασε για να 'ρθείς να με δεις;». Από την εσωτερική ξύλινη σκάλα ανεβήκαμε και φτάσαμε στον οντά τον καθημερινό. Από 'κεί περάσαμε στη μεγάλη βεράντα. Η συμβία του Ευτέρπη εκάθητο εις την δεξιά γωνία του καναπέ, έχοντας μπροστά της τον ακάλυπτο χώρο, γεμάτο ζαρζαβατικά και στο βάθος η απεραντοσύνη του κάμπου. Μικροκαμωμένη η Ευτέρπη, στρουμπουλή, χονδροχείλα, με τσαχπίνικα μπιμπιλωτά μάτια και μια μύτη αετίσια. Χαροκόπο εν γένει το σύνολό της, αλλά ίστατο σιωπηλή με σφιχτομανδηλωμένα τα μαλλιά της. Ο σύντροφος Τάσης, στρωμένος στην άλλη άκρη της βεράντας στην αναπαυτική πολυθρόνα, φούσκωνε, ξεφούσκωνε από το σεκλέτι βλέποντας από την απέναντι την Ευτέρπη μαραμένη. Τα δάκρυά του λευτερώθηκαν από τα μακριά αγκαθωτά και ξανθά ματοτσίνορα, κύλησαν και κόλλησαν στα ροδαλά μάγουλά του. Ο ήλιος κρεμασμένος στον ουρανό έγερνε να βασιλέψει βιγκλώντας πίσω από τη Μπιτζινιά, φώτιζε, γελούσε και χάιδευε τα πολύχρωμα μοτίβα των φθινοπωρινών φύλλων. Όμως, όσο περνούσε η ώρα άρχισε να μπαρμπερίζει ο αγέρας. Τσίρνιασε ο σύντροφος, χωρίς καμιά κουβέντα σηκώθηκε να φτιάξει τους καφέδες. Σερβιρίστηκα έναν βαρύ σκέτο μ' ένα ποτήρι κρύο νερό από τη βρύση. Ο σύντροφος στρώθηκε κι άρχισε να πίνει τον καφέ του με δυνατό αναρούφισμα, προκειμένου να τον απολαύσει κατάπιε και τα κατακάθια του καφέ, κουνώντας ζερβά - δεξιά το σιόλι με δέκα μποφόρ. Αφού μπίτισαν όλα τα κοινωνικά τελετουργικά, ο σύντροφος Τάσης ρίχνει και το πρώτο ερώτημα: «Τι κανά καινούριο χαμπάρι έχεις να μου πεις, Ιδιότροπε, από τις επαφές σου στο παζάρι; Εγώ, κλεισμένος στο σπίτι, μ' έχει πέσει νταμπλάς απ' τα χαμπάρια των διεφθαρμένων νταβατζήδων των τι-βι». Προς στιγμήν γούρλωσε τα μάτια, τέντωσε τ' αφτιά του, γεμάτος αγωνία γι' αυτά που θ' ακούσει.
- Άκουσέ με, σύντροφε Τάση. Δεν είναι απορίας άξιον πώς ίσταται ορθία αυτή η πατρίς (Ελλαδίτσα) ύστερα απ' αυτά τα ξεσκεπάσματα υπό των τροϊκανών; Ήτοι τον αλληλοχρηματισμόν, της αποκαλύψεως των σκανδάλων ανυπάρκτων συντάξεων που καταβάλλονται ακόμη και σήμερα. Την αποκάλυψη υπό των τροϊκανών των πλαστών και ανισοβαρών διεφθαρμένων επιδομάτων, όπως το επίδομα των τριών παιδιών, όπου το τρίτο ενός αγρότη παίρνει 100 ευρώ, ενώ το τρίτο παιδί της Μενεγάκη 500 ευρώ, λόγω διαφοράς παροχών. Την προκλητική παροχή επιδομάτων στους τραπεζιτικούς να παίρνουν μέχρι και σήμερα επίδομα καυσοξύλων. Υπόψιν, σ' αυτούς το σύνολο των επιδομάτων περνά και το βασικό μισθό. Την αποκάλυψη του μεγάλου πάρτι των υπουργών, τινές εξ αυτών που είναι στη μπουζού κι άλλους που ετοιμάζουν τις κουβέρτες για να τους κάνουν παρέα. Το μεγάλο φαγοπότι των εξοπλιστικών προγραμμάτων TOR M1, Leopard και τα κινούμενα βερέβικα υποβρύχια. Την αποκάλυψη των συνταξιοδοτημένων στα 40 με 45 έτη, που όταν τα είδαν οι τροϊκανοί έκαναν το σταυρό τους, καθότι στις χώρες τους ουδείς βγαίνει στη σύνταξη αν δεν γιομώσει τα 65 χρόνια. Είναι δυνατόν, σύντροφε, οι στρατιωτικοί, οι χωροφύλακες, οι υπάλληλοι του Ο.Τ.Ε., των τραπεζών και των συνεταιρισμών να συνταξιοδοτούνται στα 40 με 50 χρόνια; Ποιο συνταξιοδοτικό ταμείο, σύντροφε, μπορεί ν' αντέξει με 15 χρόνια δουλειά, 55 χρόνια σύνταξη; Εκτός τούτων, ξεσκονίζοντας επιμελώς οι τροϊκανοί τα τεφτέρια από υπουργείο σε υπουργείο και από υπηρεσία σε υπηρεσία απεκάλυψαν και τους πελατειακούς εισβολείς εις το δημόσιο και ΔΕΚΟ, πράσινους, γαλάζιους και μερικούς ροζέ, ανοίγοντας, βέβαια, τις πόρτες υπ' αυτών που ήσκησαν εξουσία εδώ και 40 χρόνια. Ποιος άλλος εκτός από τους τροϊκανούς θα ξεσκέπαζε τις διπλές συντάξεις των συνδικαλιστών, τους 16 μισθούς των υπαλλήλων της βουλής, τα χαϊδεμένα παιδιά, ανίψια, γαμπρούς και νύφες απασών των βουλευτών; Ποιος θα ξεσκέπαζε αυτό το ξεχαρβάλωμα στα νοσοκομεία και στο Ι.Κ.Α. με τη λαθραία και ασύστολη εμπορία των φαρμάκων και της υγείας; Σταματώ εδώ, σύντροφε. Βλέπω πως σε κούρασα αρκετά μ' αυτά που σε κατέγραψα κι απεκάλυψαν οι τροϊκανοί στην προσπάθειά τους να μας βάλουν στη σειρά και να μας κάνουν κράτος.
- Ιδιότροπε, πράγματι είναι απορίας άξιο και για έναν πρόσθετο λόγο. Οι δικοί μας οι κυβερνώντες, πράσινοι και μπλε, όλα αυτά τα χρόνια, μετά το 1994, δεν έβλεπαν, δεν άκουγαν ότι ο λαός μας είχε εξωκύλει; Δεν τους πληροφορούσαν οι ρουφιάνοι τους για τα όπα - όπα πάνω στα τραπέζια, το «κάντε τόπο να περάσω μην τα κάνω όλα γυαλί» και τα τσινιά μισό μέτρο στις πίστες για να σβήσουν οι καψούρες και οι νταλκάδες; Δεν έκαναν οι κυβερνώντες λογαριασμό αν αυτές οι δαπάνες ήσαν από παραγόμενο πλούτο ή από φέσι και δανεικά;
- Ήξεραν και παραήξεραν, σύντροφε Τάση, αλλά έκαναν τον ψόφιο κοριό διότι αυτοί με τα αναρίθμητα κλεψιμαίικα περνούσαν μπέικα. Μπορεί από μέσα τους να έλεγαν ακόμη και τούτο: «και σεις μας αναγκάζετε να αγοράσουμε βερέβικα υποβρύχια και αεροπλάνα χωρίς ανταλλακτικά και 'μείς σας λέμε ότι θ' ανταμώσουμε κάποτε στου Πατέρα Χάνι (μοναστηρίου).
- Ιδιότροπε, έτσι όπως μας τα τοποθετείς τα γεγονότα πρέπει ν' ανάψουμε όχι κερί, αλλά λαμπάδα στο Γιωργάκη της Μάργκαρετ, που μας έφερε τους τροϊκανούς να μας βάλουν σειρά και να μας κάνουν κράτος ευρωπαϊκό.
- Σύντροφε, θα μπορούσα να πω όχι, να λαϊκίσω και να τα 'χω με όλους καλά. Λέω ένα μεγάλο «ναι», διότι αυτός μπορεί να έφαγε το κεφάλι του στα πολιτικά, αλλά έγινε η αιτία να έρθουν οι τροϊκανοί και να ξεβρομίσουν το κεντρικό γκιρίζι του δημόσιου τομέα. Πριν φύγουν όρισαν επιτρόπους σε κάθε υπουργείο και και κάθε υπηρεσία για να ελέγχουν πως κάθε ευρώ του Έλληνα φορολογούμενου θα πηγαίνει γι' ανάπτυξη. Σύντροφε Τάση, για να βγούμε απ' αυτήν την κρίση, αν, τελικά, τα καταφέρουμε, και να μην πηγαίνουμε με κουμπωμένη ψυχή στο γκισέ για σύνταξη από φόβο μήπως ακούσουμε «μόργκεν», αυτή τη στιγμή σιγουράδα έχουμε μόνο στους τροϊκανούς. Δε βλέπεις τους δικούς μας τροϊκανούς, Αντώνη, Φώτη και Βαγγέλη, που περιφέρονται στολισμένοι με σταυρωτά κοστούμια να περιμένουν εναγωνίως τις προτάσεις και τις αποφάσεις αυτών; Μπορεί να υπήρξαν σκληροί, λίαν απωθητικοί και αγέλαστοι, αλλά υπήρξαν η μόνη λύσις για να συμμαζωχτούμε, να στρωθούμε γερά στη δουλειά και, ως λαός, να πάρουμε δύναμη να μην απελπιζόμεθα και να γιομώσουμε ξανά τις αυλές μας με χαρούμενα κι ευτυχισμένα παιδιά κι εγγόνια.