Είναι πολυετές φυτό δίοικο (bryonia dioica) γιατί τα αρσενικά και τα θηλυκά είναι σε διαφορετικά φυτά.
Μοιάζει της Αβρωνίας που περιγράψαμε στο προηγούμενο μας άρθρο. Δεν τρώγονται οι βλαστοί της όπως της Αβρωνίας, όμως η ογκώδης ρίζα της λόγω του πολύ αμύλου που περιέχει χρησιμοποιούνταν σε δύσκολες εποχές, όπως αυτές που έρχονται για παραγωγή ψωμιού. Είναι κι αυτή αναρριχώμενη όμως με έλικες που δεν υπάρχουν στην Αβρωνία, είναι τριχωτή, με καρπούς κόκκινες ρόγες και αυτή, με άνθη πρασινωπά πολλά μαζί κατά δέσμες και φύλλα πράσινα όπως του κισσού.
Τη συναντάς παντού. Πάνω σε φράκτες και θαμνώδη φυτά, όπου σκαρφαλώνει με τους έλικες, σε οικιστικές, αγροτικές και δασικές περιοχές.
Όλα τα μέρη του φυτού αλλά και κυρίως οι καρποί και η ρίζα είναι δηλητηριώδη. Απ’ αυτά παράγεται το γλυκοζίδιο βριωνίνη, το οποίο βρίσκει εφαρμογή στη φαρμακευτική για παθήσεις, εντερικές, ως καθαρκτικό, αντισπασμωδικό, καταπραϋντικό.
Ο Διοσκουρίδης χρησιμοποιούσε τα φύλλα και τους καρπούς ως κατάπλασμα σε έλκη. Ο Ιπποκράτης το χρησιμοποιούσε για τον τέτανο. Χρησιμοποιήθηκε παλαιά ακόμη και ως αμβλωτικό σε αντικατάσταση του μανδραγόρα.
Χορηγείται λοιπόν για προβλήματα φλεγμονών όπως έλκη, άσθμα, βρογχίτιδα. Έχει αντιογκική δράση για περιπτώσεις κακοήθων ελκών, δερματοπαθειών, εξανθημάτων, αποστημάτων και ως αντίδοτο δηγμάτων από δηλητηριώδη φίδια.Η ρίζα της βρυωνίας περιέχει την βρυωριτίνη και χρησιμοποιείται είτε νωπή είτε ξερή, ενώ τα φύλλα και το στέλεχος τη βρυωνισίνη και οι ρόγες τη λυκοπίνη.
Ένα καλό αφέψημα είναι 10-15 γραμμάρια ρίζας σ’ ένα λίτρο νερό, 1-2 φλιτζάνια του τσαγιού την ημέρα.
Όπως είπαμε το φυτό είναι τοξικό και θέλει προσοχή στις δόσεις.