«Σιγά να μην ασχοληθώ με κουλτουριάρηδες Γερμαναράδες» θα πεις από μέσα σου φίλτατε αναγνώστη αντικρίζοντας τον τίτλο του χρονογραφήματος.
Κι όμως, ούτε «Γερμαναράς» θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ο Μπρεχτ, ούτε κουλτουριάρης υπήρξε ποτέ. Το διαπιστώσαμε καλύτερα όσοι βρεθήκαμε (και βρεθήκαμε ανελπίστως πολλοί) στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, στην ομιλία του Βασίλη Αλεξίου.
Στην ουσία πάντως, εμείς δε θα μιλήσουμε για τον Μπρεχτ. Για τον Κάρολο Κουν θα μιλήσουμε. Για τον Κουν, τον ανεπανάληπτο θεατράνθρωπο, τον μεγάλο σκηνοθέτη, που βάζοντας τη σφραγίδα του στον «Καυκασιανό κύκλο με την κιμωλία» έκανε γνωστό στους Έλληνες τον Μπρεχτ και ανέδειξε το συγγραφικό του ταλέντο. Και μάλιστα, την εποχή που στην ίδια την πατρίδα του, η προσπάθεια κάποιων σκηνοθετών να δώσουν ιδεολογικές προεκτάσεις στο έργο, υποχρέωνε τους θεατρικούς κριτικούς να εκφράζονται με σοβαρές επιφυλάξεις για τον συγγραφέα Μπρεχτ. Όχι πως ήταν για κλάματα το θεατρικό του δημιούργημα «Ο κύκλος με την κιμωλία». Όσοι όμως πίστεψαν πως θα αποκόμιζαν κομματικές περγαμηνές αναδεικνύοντας πολιτικά μηνύματα μέσα από την επική δημιουργία του Γερμανού συγγραφέα, απογοήτευσαν και απογοητεύθηκαν.
Την άνοιξη του 1957 ο Κουν ανέβασε το έργο στο «Θέατρο Τέχνης» εξαντλώντας τις αρετές του δικού του ταλέντου. Αξιοποίησε το ανθρωπιστικό (και όχι το πολιτικό) μήνυμα του συγγραφέα και χάρισε στους θεατές την απόλαυση που έκλεινε το έργο και η αψεγάδιαστη ερμηνεία των ηθοποιών.
Το καλοκαίρι του ιδίου έτους, στο θέατρο Κήπου της Θεσσαλονίκης, ήμουν κι εγώ ένας από τις εκατοντάδες των θεατών που χαρήκαμε την απλοϊκή, αλλά και συγκλονιστική πλοκή του έργου. Γοητευτήκαμε από την υποκριτική τέχνη των ηθοποιών που εκάλυπταν τους πρωταγωνιστικούς ρόλους: Τον Γιώργο Λαζάνη, τον Κώστα Μπάκα, τον Μηνά Χριστίδη και των δύο γυναικών: της Νέλης Αγγελλίδου και της Τάσιας Πανταζοπούλου.
Το έργο παίχθηκε σε 6 σκηνές. Εν τούτοις, χάρη στην σκηνοθεσία του Κουν, κάθε σκηνή παρουσίαζε μιαν αυτοτέλεια, γύρω από έναν αδιόρατο άξονα που δημιουργούσε το αλτρουϊστικό μεγαλείο της ηρωίδας του έργου Γηρούσιας.
Το έργο έκλεινε αριστοτεχνικά ο ιδιότυπος κύκλος με την κιμωλία και η Σολομώντεια κρίση του θυμόσοφου λαϊκού δικαστή Αζτάκ.
Αν ο Μπρεχτ δεν είχε φύγει έναν χρόνο πριν από τη ζωή, θα απολάμβανε τη σκηνοθετική ερμηνεία του Κουν. Γιατί ο Κουν, αντιλήφθηκε πως το έργο γράφτηκε στα τέλη του 1944, τότε που ο φριχτός πόλεμος ήταν στο τέλος του. Τότε που οι άνθρωποι άρχισαν να ονειρεύονται έναν νέο τρόπο ζωής, έναν νέο κόσμο: «Γαλήνη απλώνεται πάνω από την πολιτεία» λέει το τραγούδι που βάζει ο Μπρεχτ στο στόμα του ερωτευμένου στρατιώτη. Ποια σχέση έχει το τραγούδι αυτό με τα πολεμοχαρή σχέδια των κομματαρχών που ονειρεύονται και ετοιμάζουν έναν νέο πόλεμο προτού ακόμη ο προηγούμενος τελειώσει;
Ορ. Σιδηρόπουλος