Του π. Αθανασίου Γ. Βουδούρη
Πρέπει να ήταν φθινόπωρο ή χειμώνας του 2008, τότε που η πρώτη παρέα της Ε.Μ.Ι.Π.Η., το πρώτο δηλαδή Διοικητικό της Συμβούλιο, καθόμασταν με τις ώρες στο στέκι μας, στο καφέ «Ερατεινόν» (την «έδρα της Εταιρείας», όπως λέγαμε το υπέροχο εκείνο παραδοσιακό καφενείο στην οδό Ιεραρχών), απολαμβάνοντας τον καφέ που μας σέρβιρε πότε ο Αντρέας και πότε η Μαρίνα. Τότε, για πρώτη φορά τέθηκε στο τραπέζι η άποψη ότι η Ε.Μ.Ι.Π.Η. θα έπρεπε να ασχοληθεί με την ιστορία όχι μόνο των κυρίαρχων εθνοτικών – θρησκευτικών – πολιτισμικών ομάδων της πόλης, αλλά και όλων εκείνων των κοινωνικών δυνάμεων, που μέχρι εκείνη τη στιγμή βρίσκονταν στο περιθώριο του ερευνητικού ενδιαφέροντος παλαιότερων εποχών. Μέσα στον δυναμισμό της συζήτησης, νομίζω ότι πρώτος πέταξε την ιδέα ότι καλό θα ήταν να αναζητήσουμε την ιστορία της ανέγερσης του κτιρίου της Ευαγγελικής Εκκλησίας της Βέροιας (Ε.Ε.Ε. Βέροιας) ο πάντοτε εύστοχος στις απόψεις του, αγαπητός φίλος Σταμάτης Κωνσταντούδης (μέλος του Δ.Σ.). «Γιατί να μην δούμε συνολικά την ιστορία όλων των μη ορθοδόξων χριστιανικών ομολογιών και κοινοτήτων στην πόλη μας;» Ήταν η δική μου (ως συνήθως παρορμητική) αντίδραση. Μάλλον κάτι τέτοιο θα είναι δύσκολο, καταλήξαμε ως Δ.Σ. (άσε που ήταν σχεδόν βέβαιο ότι ορισμένοι θα μας κατηγορούσαν για «επικίνδυνα ανοίγματα») αφήνοντας ωστόσο ανοιχτό το ενδεχόμενο διερεύνησης και επανεξέτασης του θέματος σε κάποια μελλοντική συζήτηση. Δεν είμαι βέβαιος αν η Ιωάννα (η γραμματέας του Δ.Σ.) κατέγραψε τη συζήτηση αυτή στα πρακτικά, καθώς ήταν ένα ζήτημα που τέθηκε έξω από το πλαίσιο της «Ημερήσιας διάταξης», την οποία τηρούσαμε ευλαβικά, παρά το γεγονός ότι οι συνεδριάσεις μας γίνονταν σε ένα από τα «καφέ» της πόλης.
Το ζήτημα αυτό επανήλθε στο προσκήνιο λίγο αργότερα, κατά την περίοδο που προετοιμάζαμε τις εργασίες του «Α΄ Επιστημονικού Συνεδρίου για την Ημαθία», πού έγινε με μεγάλη επιτυχία το 2010. Ένα μεσημεράκι (πρέπει να ήταν Τετάρτη) αποφάσισα να πάω στην Ευαγγελική Εκκλησία για να δω από κοντά το χώρο. Η εξωτερική καγκελόπορτα ήταν ανοιχτή. Παρατήρησα ότι στο γραφείο της Εκκλησίας υπήρχε φως και έτσι αποφάσισα να ανέβω τα σκαλιά και να χτυπήσω την πόρτα. Ένας καλοντυμένος κύριος άνοιξε, με κάποια επιφυλακτικότητα (τουλάχιστον έτσι αισθάνθηκα εγώ τότε), και με υποδέχθηκε με ένα χαμόγελο αμηχανίας. Ήταν ο ποιμένας της Εκκλησίας, ο Σταύρος Δεληγιάννης. Του συστήθηκα και του ζήτησα να περάσω στο γραφείο του για να συζητήσουμε κάποια θέματα για την ιστορία της Ευαγγελικής Εκκλησίας, κάτι που αποδέχθηκε, μετά από τον πρώτο «αιφνιδιασμό», χωρίς ενδοιασμούς. Αφού του μίλησα για τους σκοπούς της Ε.Μ.Ι.Π.Η., του ζήτησα να συμμετέχει, στο Συνέδριο που διοργανώναμε, αναπτύσσοντας ένα θέμα σχετικό με την ιστορία της Ε.Ε.Ε. Βέροιας, όπως και έγινε. Από τότε, μας ένωσε μια σχέση στενής φιλίας, η οποία συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.
«Πρέπει να ξαναδούμε το θέμα» Αυτό ήταν το πόρισμα των μετέπειτα συζητήσεων, τόσο στο «Ερατεινόν», όπου συνέχιζαν να πραγματοποιούνται οι συνεδριάσεις της Ε.Μ.Ι.Π.Η., όσο και στο καφέ McCoza, όπου σχεδόν κάθε μεσημέρι πίναμε τον καφέ μας με τον Γιώργο Λιόλιο (εγώ δηλαδή έπινα καφέ γιατί αυτός ήδη είχε μεταπηδήσει στις μπύρες). Είχαν προηγηθεί, στο μεταξύ, μέσω ενεργειών της Μαρίας Τ., ορισμένες θετικές επαφές και με κάποια από τα μέλη της «Ελευθέρας Αποστολικής Εκκλησίας της Πεντηκοστής», στη νέα περιφερειακή οδό Βέροιας – Νάουσας (καθώς ήδη οι «Πεντηκοστιανοί» της Βέροιας είχαν διασπαστεί σε δύο ομάδες). Επίσης, το γεγονός ότι η Αναστασία (σημερινή γραμματέας του Δ.Σ.) γνώριζε τον ποιμένα των «Αντβεντιστών» της Βέροιας, ο οποίος φαινόταν ανοιχτός σε ενδεχόμενη απόπειρα διοργάνωσης μίας σχετικής εκδήλωσης, αποτελούσε ένα ακόμη στοιχείο που προσλαμβάναμε θετικά. Η ιδέα φαινόταν ότι είχε ωριμάσει αρκετά. Τελικά, ύστερα από σχετικές αποφάσεις του Δ.Σ. της Εταιρείας, ο πρόεδρος της Ε.Μ.Ι.Π.Η. Μανώλης Ξυνάδας και η Αν. Ταναμπάση ανέλαβαν να οργανώσουν τη σχετική Ημερίδα, η οποία πραγματοποιήθηκε στο χώρο της Ε.Ε.Ε. Βέροιας, στις 18 Φεβρουαρίου 2015.
Όλα φαινόταν έτοιμα. Προσωπικά, περίμενα την εκδήλωση αυτή ίσως με περισσότερο ενδιαφέρον και αγωνία, από οποιαδήποτε άλλη εκδήλωση συμμετείχα στο παρελθόν. Πως θα εξελιχθούν τα πράγματα; Ένα ερώτημα που συζητούσαμε με τον Μανώλη για ώρες μέσω skype. Αβεβαιότητα, κούμπωμα και ερωτήματα που δεν μπορούσαν να λάβουν απαντήσεις. Παράπλευρες πληροφορίες ότι ορισμένοι σκέφτονταν να μποϊκοτάρουν την εκδήλωση ενέτεινε ακόμη περισσότερο την αγωνία και την ανησυχία μας. Ότι θέλει ας γίνει … Ήταν το μοναδικό συμπέρασμα στο οποίο μπορούσαμε να καταλήξουμε, αν και ο προβληματισμός μας δεν μπορούσε να κρυφτεί. Παρά το γεγονός ότι ο Νίκος Βουδούρης είχε αναλάβει την προβολή της εκδήλωσης στα ΜΜΕ, με ιδιαίτερη επιτυχία, μία γενική παγωμάρα αιωρούταν εμφανώς στην ατμόσφαιρα. Ότι θέλει ας γίνει … Ήμασταν έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε οποιαδήποτε εξέλιξη ή ακόμη και αντίδραση. Εξάλλου, εκτός από το ερευνητικό και επιστημονικό κομμάτι της εκδήλωσης, θεωρούσαμε ότι η προσπάθεια αυτή αποτελούσε ένα μέσο «σφυγμομέτρησης» των αισθητηρίων και των αντανακλαστικών της τοπικής κοινωνίας, κάτι που μας ενδιέφερε ιδιαίτερα να παρατηρήσουμε.
Τελικά όλα εξελίχθηκαν ομαλά. Νοιώσαμε ιδιαίτερη ανακούφιση, όταν φτάνοντας στο χώρο της Ευαγγελικής Εκκλησίας είδαμε ότι η κατάσταση ήταν απολύτως ελεγχόμενη. Με μία καθυστέρηση περίπου μισής ώρας (καθώς περιμέναμε το συνεργείο της ΔΙΟΝ TV, το οποίο θα κάλυπτε τηλεοπτικά την εκδήλωση) ξεκίνησαν οι εργασίες της Ημερίδας. Είχαν έρθει για να παρακολουθήσουν την εκδήλωση περίπου 50 – 70 άτομα, οι περισσότεροι από τους οποίους φαινόταν ότι ήταν είτε μέλη των θρησκευτικών κοινοτήτων που συμμετείχαν στην εκδήλωση, είτε μέλη και φίλοι της Ε.Μ.Ι.Π.Η. Οι αρχές και οι «επίσημοι φορείς» του τόπου απείχαν συνολικά, παρόλο που τους είχαν αποσταλεί ιδιαίτερες προσκλήσεις. Πιθανότατα το κοινωνικό ή το πολιτικό κόστος της συμμετοχής τους σε μία τέτοια εκδήλωση θα ήταν μεγαλύτερο από την εκκωφαντική τους απουσία. Απούσα ήταν επίσης και η «κοινωνία της Βέροιας», αν εξαιρέσουμε ορισμένες ελάχιστες περιπτώσεις ανθρώπων με γενικότερες ευαισθησίες σε θέματα κοινωνικής συνύπαρξης και αποδοχής.
Ομολογουμένως οι εισηγήσεις (της πρώτης συνεδρίας) υπήρξαν σε αρκετά μεγάλο βαθμό καυστικές και αρκετά εκτενείς, γεγονός που σε συνδυασμό με την καθυστέρηση της έναρξης της ημερίδας θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα σημείο που θα ήταν δυνατό να ιδωθεί (από κάποιους) αρνητικά. Με δεδομένο μάλιστα ότι ορισμένα από τα παρουσιαζόμενα στοιχεία, κυρίως της δικής μου εισήγησης, αποτελούσαν πληροφορίες που για πρώτη φορά γινόταν γνωστές στο ερευνητικό αλλά και στο ευρύ κοινό, φαίνεται ότι δημιούργησε ένα είδος δυσφορίας και αμηχανίας. Παρά το γεγονός ότι εμφαντικά είχα διευκρινίσει (στην ομιλία μου) ότι αδιαμφισβήτητα οι από μέρους μου παρουσιαζόμενες πληροφορίες (προερχόμενες κυρίως από εκκλησιαστικά και κρατικά αρχεία, καθώς και από δημοσιεύματα του τοπικού τύπου) αποτελούν μία μόνο όψη του εξεταζόμενου ζητήματος, όπως και ότι είναι πολύ πιθανόν οι πηγές πληροφόρησης (που είχα στη διάθεσή μου) να υποκρύπτουν μονομέρειες και μη αντικειμενικές εστιάσεις, φάνηκε (κατά τη διάρκεια της ομιλίας μου) πως ακόμη και απλές αναφορές σε ζητήματα τα οποία ορισμένοι από τους παραβρισκόμενους θεωρούσαν ως «ταμπού» ή ως κομμάτι της «δικής τους ιστορίας», μπορούσαν να δυναμιτίσουν απρόβλεπτα την ατμόσφαιρα. Ασφαλώς δεν ήταν, σε καμία περίπτωση, στις προθέσεις μου να θιγούν «αξιοπρέπειες» ή διαφορετικές απόψεις και εστιάσεις. Ωστόσο, είναι προφανές ότι δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν να αποδεχθώ συναισθηματικού χαρακτήρα υποδείξεις για τον τρόπο διαχείρισης των πηγών και του υλικού που είχα στη διάθεσή μου (έξω από το πλαίσιο της ιστορικής διαπραγμάτευσης), πολύ περισσότερο μάλιστα να υποκύψω σε λογοκριτικές εστιάσεις, προκειμένου να μη στεναχωρήσω τους διαφωνούντες. Εξάλλου, όπως είναι γνωστό, σε όσους συμμετέχουν στις εκδηλώσεις της Ε.Μ.Ι.Π.Η., ένας από τους λόγους για τους οποίους πραγματοποιούνται οι Ημερίδες της Εταιρείας είναι το άνοιγμα ενός διαλόγου, προκειμένου να προσεγγίσουμε, με τη δυνατή πληρότητα, τα ιστορικά δεδομένα.
Η προσωπική μου υποκειμενική αίσθηση, μέσα από την πραγματοποίηση της εκδήλωσης αυτής, ήταν κάτι το οποίο δεν θα μπορούσα να φανταστώ ή να υπολογίσω, ούτε κατά διάνοια, πριν από την έναρξη της Ημερίδας. Η εικόνα που είχα στο μυαλό μου, ότι επιτέλους με την συγκεκριμένη εκδήλωση γίνεται ένα πρώτο βήμα αποδόμησης του «διαχωριστικού τοίχου», ο οποίος είχε υψωθεί τα προηγούμενα χρόνια μεταξύ της κυρίαρχης (πληθυσμιακά) θρησκευτικής ομάδας της πόλης και των υπόλοιπων «μειονοτικών» θρησκευτικών κοινοτήτων, προσέκρουσε σε μία απρόβλεπτη (για τις δικές μου μέχρι τότε προσλήψεις) πραγματικότητα. Πίσω από τη μικρή ρωγμή που επιχειρήθηκε να ανοιχθεί στον τοίχο αυτό, μέσα από την κοινή προσπάθεια της Ε.Μ.Ι.Π.Η. και της Ε.Ε.Ε. Βέροιας, φάνηκε ότι υπάρχει υψωμένος ένας ακόμη τοίχος, ο οποίος αυτή τη φορά λειτουργεί ως αντίβαρο και ως αμυντική θωράκιση στον ήδη υφιστάμενο. Με άλλα λόγια, τόσο εγώ όσο και άλλοι από τους συμμετέχοντες στην εκδήλωση, αποκομίσαμε την εντύπωση ότι η προηγούμενη «ετεροπεριθωριοποίηση» των διαφόρων θρησκευτικών ομάδων της πόλης έχει οδηγήσει νομοτελειακά σε ένα είδος παράλληλης «αυτοπεριθωριοποίησης» αμυντικού χαρακτήρα των ομάδων αυτών, κάτι το οποίο δεν είχαμε προβλέψει κατά τη διάρκεια της οργάνωσης της εκδήλωσης. Δεν ξέρω αν υπάρχει δυνατότητα εξεύρεσης μίας κοινής «θύρας» που θα μπορέσει, τελικά, να ανοίξει έναν ουσιαστικό κοινωνικό δίαυλο επικοινωνίας μεταξύ των δύο πλευρών. Για το μόνο που είμαι βέβαιος είναι ότι για να γίνει κάτι τέτοιο δεν αρκεί να υπάρχουν μόνο καλές προθέσεις, αλλά να αναληφθούν αμφίδρομες πρωτοβουλίες που θα δημιουργήσουν τις κατάλληλες προϋποθέσεις, όχι με λόγια ή συναισθηματισμούς, αλλά ενίοτε ακόμη και με «αξίνα και σφυρί».
Ως ένα θετικό βήμα, προς αυτή την κατεύθυνση, κρατάω τα λόγια του πρώην ποιμένα της Ε.Ε.Ε., του γιατρού κ. Ηλιάδη, ο οποίος (στο τέλος της εκδήλωσης) πήρε το λόγο και μίλησε για τις στιγμές του παρελθόντος που έφεραν πιο κοντά την Ε.Ε.Ε. με τη μητρόπολη της Βέροιας (και κατ’ επέκταση με την υπόλοιπη τοπική κοινωνία), όταν ο τότε ιεροκήρυκας της μητρόπολης Βεροίας και Ναούσης και μετέπειτα μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος Καντιώτης, είχε αναπτύξει ιδιαίτερα φιλικές σχέσεις, τόσο με τα μέλη όσο και με την κοινότητα των Ευαγγελικών της Βέροιας, καταρρίπτοντας αγκυλώσεις και διαχωριστικές γραμμές σε μία δύσκολη εποχή, κατά την οποία η εσωστρέφεια και η απόρριψη του διαφορετικού μεσουρανούσε στο κοινωνικό στερέωμα της Βέροιας.
Εύχομαι η προσπάθεια αυτή της Ε.Μ.Ι.Π.Η. και της Ε.Ε.Ε. Βέροιας, παρά τις όποιες δυσκολίες, να συνεχιστεί και στο μέλλον, με την ίδια δυναμική. Διότι, όπως πολύ εύστοχα ανέφερε σε μία κοινή εμφάνισή μας στην εκπομπή «από το Ε έως το Χ» της ΔΙΟΝ τηλεόρασης, ο αγαπητός αδελφός και φίλος αιδ. Σταύρος Δεληγιάννης «αυτά που μας ενώνουν είναι τόσο ισχυρά», που δεν μας αφήνουν περιθώρια να επιτρέψουμε να συνεχίσουν να υφίστανται μεταξύ μας διαχωριστικοί τοίχοι.