Είχα υποσχεθεί στη φίλη Ευγενία Ζάλιου να γράψω κάτι για την ασπίδα του Αχιλλέα. Πέρασε καιρός από τότε και δίκαια έγινε πιστευτό ότι το ξέχασα. Όχι, δεν ξεχνώ τις υποσχέσεις μου, μου λείπει όμως ο χρόνος. Συγχωρέστε με.
Η ασπίδα του Αχιλλέα για την οποία θα μιλήσουμε σήμερα είναι αυτή την οποία κατέβασε από το ναό της Τρωάδας Αθηνάς ο Αλέξανδρος και την παρέδωσε στον υπασπιστή του Πευκέστα από τη Μίεζα της Μακεδονίας. Και είναι αυτή για την οποία μας μιλάει ο Όμηρος στην Ιλιάδα του, στους στίχους Σ. 484 - 608. Ασπίδα κατασκευασμένη από τον Ήφαιστο, τον θεό της φωτιάς και των μετάλλων, πλουμισμένη με παραστάσεις από τον ουρανό, τη γη, τη θάλασσα, τη ζωή των ανθρώπων.
Ήταν μια ασπίδα με τα όσα συναποτελούν τον ουρανό, αλλά και με όσα συμβαίνουν υπό τον ήλιο, θετικά και αρνητικά, π. χ. ένας γάμος - μια πολιορκία, ο θερισμός, ο τρύγος, μια επίθεση λιονταριών σε ταύρο, πρόβατα κλπ. Φυσικά δεν λείπουν και οι χοροί με νέους και νέες με ωραίες φορεσιές. Ο Όμηρος μας δίνει λεπτομερή και εναργή περιγραφή των εικόνων που κοσμούν την ασπίδα, που ξεκινούν από το κέντρο της προς τα έξω, από κύκλο σε κύκλο.
Παλιά απεικόνιση της ασπίδας έχουμε σε κεραμικά. Στα νεότερα χρόνια απεικόνιση σύμφωνη με την αφήγηση του Ομήρου, μας έδωσαν παλαιότερα ο Angelo Monticelli, στο Le Costume Ancien ou Moderne, και σύγχρονα η Kathleen Vail από την Πενσυλβανία, που οι εικόνες αποδίδονται σε ομόκεντρους κύκλους με ιδιαίτερη έμπνευση, αίσθηση και φροντίδα όχι τυχαία.
Για να ευλογήσουμε τα γένια μας θα πάω
α) στον Ε. Βαλσαμίδη, “ΜΙΕΖΑ” 2005, σελ. 73 για ένα απόσπασμα: “Πρώτα - πρώτα έφτιαξε (ο Ήφαιστος) μια μεγάλη ασπίδα (σακός-εος) και δυνατή”. “Πέντε δ’ ἄρ αὐτοῦ ἔσαν σάκεος πτύχες. Αὐτὰρ ἐν αὐτῷ ποίει δαίδαλα πολλὰ ἰδυίῃσι πραπίδεσσιν”. Μετάφραση: Πέντε ήταν οι στρώσεις της ίδιας της ασπίδας και πάνω της έκανε πολλά στολίδια με το σοφό μυαλό του”. Και
β) στη μετάφραση της Ιλιάδας Καζαντζάκη - Κακριδή για την εικόνα του χορού:
Άγουροι εκεί κι ακριβαγόραστες παρθένες είχαν στήσει
χορό, κι ο ένας του άλλου εκρατούσανε πα στον αρμό τα χέρια.
Λινό αγανό εφορούσαν όλες τους, καλόφαντους εκείνοι
χιτώνες, απαλά που εγυάλιζαν με λάδι ποτισμένοι.
Φορούσαν όλες ανθοστέφανα στην κεφαλή, κι εκείνοι
χρυσά μαχαίρια που ανακρέμουνταν από λουριά ασημένια.
Κι όλοι τους πότε αντάμα εχόρευαν με πόδια μαθημένα,τόσο αλαφριά,
σαν όντας κάθεται και τον τροχό του βάζει
ο κανατάς μπροστά, κοιτάζοντας αν εύκολα γυρίζει,
και πότε πάλε αράδες έτρεχαν η μια στην άλλη αντίκρα.
Γύρω εστεκόταν και καμάρωνε τον όμορφο χορό τους
κόσμος πολύς· και πλάι τους κάθουνταν βαρώντας την κιθάρα
ο θείος τραγουδιστής· κι ως άνοιγε το στόμα του να ψάλει,
εκεί στη μέση τούμπες άρχιζαν να κάνουν δυο ακροβάτες.
Βάζω τη σκέψη μου να δουλέψει, να βρει, αν άλλαξε τίποτε από τότε μέχρι τώρα στα ελληνικά χοροστάσια στις μέρες τις γιορτινές. Τί άλλαξε στα αλήθεια; Μπείτε, φίλοι, στον χορό, κάνει καλό. Κι αν δεν μπορείτε, μπείτε στον κόσμο και απολαύστε μαζί του τους νέους και τις νέες μας, τις ομορφιές, την ελπίδα της φυλής μας, σαν τότε (Ραψ. Σ. 590 - 606).