Γράφει ο Μανώλης Βαλσαμίδης
Στη Νάουσα μετά τη μεγάλη εξέγερση του 1822, την πολιορκία και το ολοκαύτωμά της, εγκαταστάθηκαν για πρώτη φορά Τούρκοι περί τις 100 οικογένειες, στο κέντρο της κατεστραμμένης πόλης περί τον Άγιο Δημήτριο. Στη θέση της καμένου Ναού οι Τούρκοι έχτισαν τζαμί. Η περιοχή ακόμη και σήμερα είναι γνωστή με το όνομα τζαμί.
Οι Ναουσαίοι, όσοι ανακάμπτοντας μαζεύτηκαν στην πόλη, κατά το μεγαλύτερο μέρος εγκαταστάθηκαν εκτός των ορίων της, Νότια του ποταμού Αράπιτσα, κάτω από την Αγία Τριάδα, στον “μέγα μαχαλά”, σε σπίτια χτισμένα το ένα πάνω στο άλλο, περιμένοντας ανάκληση της απόφασης του Σουλτάνου να μη πατήσει πόδι χριστιανού στην πόλη, για να μπουν και να εγκατασταθούν σ’ αυτήν.
Η άδεια χορηγήθηκε το 1830. Το επεισόδιο με την καμπάνα συνέβη το 1864 στις 24 Δεκεμβρίου, πριν 150 χρόνια. Από αναφορά του προξένου της Θεσσαλονίκης Βατικιώτη προς το Υπουργείο των Εξωτερικών της Ελλάδος, που έχει δημοσιεύσει ο Στέργιος Αποστόλου, πληροφορούμεθα ότι η κωμόπολη Νάουσα κατοικείται από 1000 οικογένειες Ελλήνων και 80 οικογένειες Τούρκων που σχηματίζουν “ιδίαν και απόκοσμον συνοικίαν”.
Σε τριάντα χρόνια τι δεν έχει γίνει στην πόλη. Ανοικοδομήθηκαν σπίτια, κτίστηκαν τέσσερες λαμπρές Εκκλησίες, Σχολεία, αναπτύχθηκαν βιοτεχνίες και βρήκαν καταφυγή και πεδίο δράσης για αποκατάσταση και δημιουργία τόσες κατατρεγμένες ψυχές. Πλέον η Νάουσα είναι κωμόπολη και ταυτόχρονα εφαλτήριο για την μεγάλη άνθιση του τελευταίου τέταρτου του ΙΘ΄αιώνα. Μια σάλπιγγα χρειάζεται. Ένα άκουσμά της.
Η ενορία του Αγίου Γεωργίου αποφασίζει να ανεγείρει καμπαναριό. Με βάση τις εξαγγελίες του Χάττι Χουμαγιούν, Χάττι Σερίφ, εξαγγελίες μεταρρυθμίσεων, Τανζιμάτ, ισότητας των Τούρκων υπηκόων Χριστιανών και Μουσουλμάνων, παίρνουν κανονικά την άδεια από την τουρκική διοίκηση (Βέροια, Θεσσαλονίκη)και υψώνουν καμπαναριό. Παραμονές Χριστουγέννων έφτασε στη Νάουσα και η καμπάνα.
23 Δεκεμβρίου του 1864. Συναγερμός στην Ελληνική ορθόδοξη Κοινότητα. Οι τεχνίτες υψώνουν και στεριώνουν την Καμπάνα στο νεόδμητο καμπαναριό. Βασίλευε ο ήλιος, όταν λύθηκε η συγκέντρωση για την επομένη το πρωί, που θα χτυπούσε για πρώτη φορά, μετά το ολοκαύτωμά της, καμπάνα στη Νάουσα, προεόρτια, παραμονή Χριστουγέννων.
24 Δεκεμβρίου 1864. Οι Τούρκοι της Νάουσας αντέδρασαν δραστικά, κατέβηκαν οργανωμένοι από τη συνοικία τους με επικεφαλής τον Μουλά Σουλεϊμάν, γκρέμισαν και κομμάτιασαν την καμπάνα, κατεδάφισαν το καμπαναριό και βεβήλωσαν τον ναό. Ο ίδιος ο Μουλάς “κρατών εις τους οδόντας γυμνήν την σπάθην του και τα πιστόλια εις αμφοτέρας τας χείρας του” παρορμούσε τους Τούρκους στο έργο της καταστροφής.
Η χριστιανική Κοινότητα αντέδρασε συγκρατημένα. Ενημερώθηκε ο Καϊμακάμης της Βέροιας, ο Γενικός Διοικητής της Θεσσαλονίκης και τα προξενεία. Οι πρόξενοι ο ένας μετά τον άλλον (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας και Ιταλίας) “μετέβησαν ιδία έκαστος παρά τω διοικητή και έκαμαν παραστάσεις”, αλλά και επώνυμοι και η διεθνής κοινή γνώμη εξηγέρθη κατά του Σουλτάνου καταγγέλλοντας τον για αδυναμία έως ανικανότητα εφαρμογής εξαγγελιών.
Αποτέλεσμα, κάποιοι Τούρκοι πρωταίτιοι ρίχτηκαν στις φυλακές της Θεσσαλονίκης, το καμπαναριό ξαναχτίστηκε με επιβλέποντα Τούρκο μηχανικό (είναι αυτό που υπάρχει και σήμερα, περισώζει μάλιστα κάποια στοιχεία Οθωμανικής αρχιτεκτονικής) και αγοράστηκε καινούρια καμπάνα. Όλα έγιναν με τουρκικά έξοδα.
Κάποτε ράγισε από το χτύπημα η καμπάνα και το άκουσμά της ήταν κακόηχο. Πουλήθηκε για 25 λίρες οθωμανικές και αγοράστηκε καινούρια Γαλλικού τύπου επί επιτρόπου και μέλους της Διαρκούς Αντιπροσωπείας Θωμά Τσιώμη, το έτος 1913, με έγκριση δαπάνης της Δ. Α. 1200-1300 δραχμών. Τα επί πλέον χρήματα διατέθηκαν από το ενοριακό ταμείο και δωρητές.