«και ανέκλινεν αυτόν εν τη φάτνη,
διότι ουκ ην αυτοίς τόπος εν τω καταλύματι»
Και τότε, πριν από δυο χιλιάδες χρόνια, όπως και τώρα, η ανθρωπότητα, ύπνωττε, εναγκαλιζόμενη φθαρτές αξίες, κίβδηλες αλήθειες, διασκεδάζοντας με θεάματα ανάρμοστα προς την ανώτερη,ανθρώπινη φύση, αφημένη στη φθοροποιό καθημερινότητα, στο κυνήγι του άμετρου πλουτισμού, στην εκμετάλλευση του αδύνατου και του φτωχού. Στις καρδιές των ανθρώπων δεν έβρισκε θέση η αγάπη προς τον Θεό, προς τον αναγκεμένο συνάνθρωπο, προς την πανέμορφη, φυσική δημιουργία. Μίση, κακίες, αλαζόνες επιδιώξεις, υπέρμετροι εγωισμοί, φιλαυτία και απληστία χαρακτήριζαν το μεγαλύτερο ποσοστό των ανθρώπων.
Γι αυτό δεν υπήρχε κατάλυμα για τον Βασιλέα των βασιλέων, για τον ίδιο τον Δημιουργό του κόσμου. Ήταν κλειστές οι πόρτες όλες, όχι μόνο των σπιτιών, μα, προπάντων, αυτές της ψυχής των ανθρώπων. Πωρωμένοι στις συνειδήσεις τους, με εσκοτισμένα τα εσώτερα μάτια, αδυνατούσαν ν’ αγαπήσουν, να γίνουν αισθαντικοί, να έχουν ευαίσθητα αντανακλαστικά, ώστε να προσλαμβάνουν τα πιο πνευματικά ακούσματα, που έρχονταν από καθαρές καρδιές και αμόλυντα χείλη. Και τότε, οι ισχυροί του κοινωνικού κατεστημένου σκότωναν, με απίστευτη αγριότητα, αυτούς που τολμούσαν να ανατρέψουν την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων, που διέθεταν το θάρρος να εκστομίζουν πικρές αλήθειες και να αποκαλύπτουν τη βδελυρή υποκρισία τους.
Δεν άντεχαν τις προφητικές φωνές, που καταφέρονταν ενάντια στα ειδωλολατρικά ήθη και καταδίκαζαν τη λατρεία της φυσικής δημιουργίας. Συκοφαντούσαν αυτούς που προσπαθούσαν να καθαρίσουν την αιθάλη, που σκέπαζε τα νοητά μάτια των ανθρώπων, διακηρύττοντας την πίστη στη μία και μοναδική Θεότητα, προφητεύοντας την αποκάλυψη, σε απροσδιόριστο χρόνο, της Τριαδικής και Ομοούσιας Αλήθειας: «Ιερουσαλήμ Ιερουσαλήμ, η αποκτείνουσα τους προφήτας και λιθοβολούσα τους απεσταλμένους προς αυτήν»
Οι τότε κοσμικοί και θρησκευτικοί άρχοντες κατατρύχονταν από το πάθος της φιλοδοξίας, της άνομης τυραννίας, της φίμωσης κάθε αντιδραστικής φωνής, της εκμετάλλευσης των αδύνατων, λαϊκών στρωμάτων. Γι αυτό ο Ηρώδης, με δόλιο τρόπο επιδιώκει να εκμαιεύσει την αλήθεια, για τον τόπο γέννησης του Χριστού, από τους Μάγους. Όχι για να Τον προσκυνήσει, όπως λέει, μα για να τον σκοτώσει. Τον φαντάζεται σαν σφετεριστή της βασιλικής του εξουσίας, στην οποία, με πάθος είναι γαντζωμένος. Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι πώς θα παρατείνει το χρόνο παραμονής του στον κοσμικό θώκο, ζώντας μές στη χλιδή, διασκεδάζο ντας με άσεμνα θεάματα, προδίδοντας τον ίδιο του τον αδερφό, αφού έχει αρπάξει και κρατά, παράνομα, κοντά του, τη γυναίκα του, την Ηρωδιάδα, αδιαφορώντας για την εύρρυθμη και νόμιμη λειτουργία των υψηλών του καθηκόντων.
Έτσι και τώρα, οι, οικονομικά και πολιτικά, ισχυροί του κόσμου, που ελέγχουν τα μέσα παραγωγής, ποδηγετούν τα μέσα ενημέρωσης και καθορίζουν την εξέλιξη του ιστορικού γίγνεσθαι, κατά τα δικά τους συμφέροντα, δεν αντέχουν τις μεγάλες αλήθειες, που είναι καταγεγραμμένες από τους Ευαγγελιστές. Γιατί ανατρέπουν τις δικές τους κοσμοθεωρίες, αποκαλύπτουν τις υποκριτικές τους συμπεριφορές, ρίχνουν τα προσωπεία τους.
Όσοι, πάλι, για τους χι ψι λόγους αισθάνονται πως είναι οι εκλεκτοί της κοινωνίας, λόγω καταγωγής ή υψηλής μόρφωσης, ξεκομμένοι από τη λαϊκή παράδοση του Τόπου, απομακρυσμένοι από την αληθινή πίστη, κρατούν κλειστές τις καρδιές τους για τον αληθινό Θεό. Χαμένοι σε φιλοσοφίες κοσμικές, μπερδεμένοι από την ίδια τους την εγωπάθεια, αδυνατούν ν’ ανοίξουν τα μάτια της καρδιάς τους, τα παράθυρα της ψυχής τους, ώστε να ξεχυθεί μέσα τους άπλετο το Φως του Χριστού. Να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα με Χριστό, στην ολοφώτεινη εκκλησιά, με τα Χριστουγεννιάτικα, βυζαντινά τροπάρια και ιδιόμελα, με ωδές πνευματικές, και να συμμετάσχουν στο Μυστήριο των Μυστηρίων, στη θεία Μετάληψη.
Έχουν μπερδέψει την αληθινή πρόοδο και ελευθερία με την άμετρη αποδοχή των υλικών απολαύσεων, την αβασάνιστη παράδοση στα όποια πάθη και αδυναμίες τους, το συμβιβασμό με σκοτεινές υπάρξεις, σε σκοτεινούς διαδρόμους, κεκλεισμένων των θυρών. Το πάθος τους για ισχύ και κοινωνική προβολή τους καθιστά θύματα στα χέρια αδίστακτων εμπόρων της ανθρώπινης ψυχής. Ξεγελούν τον εαυτό τους με κοσμικές, ευφάνταχτες προβολές, ανάμεσα σε ψεύτικους ανθρώπους, ζουν κάτω από τη σκια μιας αόρατης Αράχνης, της οποίας ο ιστός δεν τους επιτρέπει να αναπνεύσουν τον αέρα της ελευθερίας. Αναλώνονται σε πολυέξοδα ταξίδια αναψυχής, σε πολυτελή ξενοδοχεία, προσπαθούν να χορτάσουν την ένδεια της ψυχής τους, καθισμένοι γύρω από τραπέζια, φορτωμένα με όλα τα αγαθά του κόσμου και επιστρέφουν στην άγρια μοναξιά τους, ακόμη πιο δυστυχισμένοι. Και επειδή η ταλαίπωρη ύπαρξή τους αναζητά κάτι το διαφορετικό που θα τους χαρίσει λίγη ψυχική γαλήνη, καταφεύγουν, τότε, σε φιλοσοφικά ιδεολογήματα και ψεύτικα, πνευματικά γενόσημα, επειδή δεν αντέχουν την Ταπεινότητα, το μοίρασμα της καρδιάς τους, το σκύψιμο στον συνάνθρωπό, τον απλό και αδύναμο.
Επειδή στη θέση του Θεού έχουν βάλει τον εαυτό τους και, ζεμένοι στο άρμα της Εγωπάθειας, γυρίζουν το μαγγανοπήγαδο του ανθρωποκεντρισμού, καθηλωμένοι στην υπέρμετρη οίησή τους, απορρίπτοντας το όντως Αληθινό.
«Και ποιμένες ήσαν εν τη χώρα τη αυτή αγραυλούντες και φυλάσσοντες φυλακάς της νυκτός επί την ποίμνην αυτών. Και ιδού άγγελος Κυρίου επέστη αυτοίς και δόξα Κυρίου περιέλαμψεν αυτούς, και εφοβήθησαν φόβον μέγαν. Και είπεν αυτοίς ο άγγελος: μη φοβείσθε, ιδού γάρ ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην, ήτις έσται παντί τω λαώ, ότι ετέχθη υμίν σήμερον Σωτήρ, ός εστί Χριστός Κύριος, εν πόλει Δαυϊδ.»
Γι αυτό το χαρμόσυνο άγγελμα της γέννησης του Σωτήρος του ανθρωπίνου Γένους ήρθε απ’ ευθείας απ’ τον ουρανό και μεταδόθηκε από τους αγγέλους στους απλούς βοσκούς. Σε ανθρώπους που ζούσαν, με τα ποίμνιά τους, κοντά στη φύση, θαύμαζαν τις ομορφιές και τα μυστικά της, είχαν αγαθή σκέψη, αγνά αισθήματα, καθαρές καρδιές. Γιατί η φύση, με τα πλάσματά της, ημερώνει τον άνθρωπο, τον φέρνει πιο κοντά στο Θεό, του ανοίγει τα παραθύρια της ψυχής, του φορτώνει το μέσαθέ του με τ’αρώματά της.
Υπήρχαν και τότε κράχτες, κοντά στους βασιλιάδες και τους δημόσιους άρχοντες, που μετέφεραν τις ειδήσεις αλλά δεν πήγε σ’ αυτούς ο άγγελος ούτε σε υψηλά ιστάμενους σε καθέδρες. Γιατί στους χώρους αυτούς υπήρχε πολύς κονιορτός, πολλή σήψη, ανθρώπινα ράκη, με λεηλατημένες ψυχές, από τα ποικίλα πάθη, φορτωμένες με μίση και φιλόδοξες, βουλιμικές επιδιώξεις.
Ο Θεός κατοικεί στις καρδιές των άσημων και απλών ανθρώπων, αυτών που, με δέος και σεβασμό στρέφουν το βλέμμα προς τον ουρανό, αγκαλιάζουν τον πονεμένο και αναγκεμένο αδελφό, ακουμπούν την καρδιά και τα προβλήματά τους στον Εσταυρωμένο Χριστό και στη μητέρα του κόσμου, την Παναγιά. Σκύβει, με απέραντη αγάπη, πάνω απ’ όλα τα πλάσματά Του, μα χαίρεται, προπάντων, μ’ αυτούς που δεν ξεχνούν να σταυρώνουν το καρβέλι το ψωμί, πριν το κόψουν, που κάνουν το σταυρό τους, πριν να βάλουν την πρώτη μπουκιά στο στόμα, που έμαθαν να μοιράζονται τα λίγα που έχουν με όσους τα στερούνται κι αυτά. Που ευχαριστούν και δοξολογούν τον Κύριο, για τα αγαθά που έχουν και γι αυτά που τους λείπουν. Που ζουν μακριά από τα δυνατά και ψεύτικα φώτα της κοσμοπολίτικης ένδειας, και κωφεύουν στις οποιεσδήποτε Σειρήνες της σκηνοθετημένης επικαιρότητας.