Στην προσπάθειά της να ορθοποδήσει και να ξεπεράσει το φιάσκο του γάμου της, απογοητευμένη η Ζωή καταφεύγει στη Σαντορίνη. Εκεί γνωρίζει την Άννα, ιδιοκτήτρια πανσιόν, που της προσφέρει δουλειά, και τη Μαργαρίτα, ξαδέλφη της Άννας. Στο νησί την ακολουθούν και οι δύο αγαπημένες της φίλες, η Δανάη και η Βίκυ.
Η μοίρα όμως έχει ένα παράξενο σχέδιο.
Στο μαγευτικό σκηνικό της Σαντορίνης οι πέντε κοπέλες θα μπλέξουν τις ζωές τους, θα βρεθούν αντιμέτωπες με μυστικά και ψέματα, με μίση και πάθη που θα έρθουν στην επιφάνεια και θα γνωρίσουν τον έρωτα εκεί που δεν το περιμένουν. Θα κλάψουν, θα πονέσουν, θα γελάσουν, θα θυμηθούν και, προπάντων, θα αναζητήσουν η καθεμιά το δικό της προσωπικό παράδεισο.
«Έφτασαν τελικά στο πολυπόθητο σημείο, εκεί που ο ήλιος σε λίγο θα τους αποχαιρετούσε.
Ακούμπησαν στο πεζούλι και περίμεναν.
Η Άννα κράτησε την ανάσα της παρατηρώντας το πιο φωτεινό αστέρι του στερεώματος να βυθίζεται σταδιακά ολοένα και περισσότερο μέσα στο νερό. Ο ουρανός άρχισε να αλλάζει χρώματα. Ήταν κόκκινος στην αρχή, έπειτα ακολούθησαν αποχρώσεις του ροζ και του μοβ, ντύνοντας με ένα γοητευτικό μανδύα τη στεριά και, τέλος, τη θάλασσα. Απέμεινε μόνο μια μικρή γραμμή, μονάχα μια ιδέα φωτός, που χάθηκε κι αυτή, την κατάπιε ο χρόνος, η ίδια η φύση, για να κυριαρχήσει το γαλάζιο που βάθαινε καθώς τα δευτερόλεπτα περνούσαν».