Πολλοί νέοι άνθρωποι έφυγαν από τη ζωή τον τελευταίο καιρό στη Βέροια και κατά καιρούς παρατηρούμε «κύμα» θανάτων, από αιφνίδιες ασθένειες ή τροχαία, ανθρώπων που χαιρετούσαμε στον δρόμο μόλις πριν λίγο καιρό. Κι όμως η ζωή είναι απρόβλεπτη και το «ραντεβού» του καθένα, κανένας δεν το ξέρει. Ή μήπως κάποιος το ξέρει; Κάνοντας τέτοιες σκέψεις αυτές τις ημέρες θυμήθηκα ένα κείμενο που μας ανατρίχιασε όταν μας το έθεσε ως εργασία και σχολιασμό στη Σχολή, ένας εκ των καθηγητών μας, καταξιωμένος δημοσιογράφος και συγγραφέας: «Ραντεβού στη Σαμάρα» λέγεται, είναι του Σόμερσετ Μωμ που βασίζεται σε παλαιότερο αρχέτυπο παραμύθι και ίσως οι περισσότεροι να το έχετε διαβάσει. Για όσους δεν το διάβασαν ή θέλουν να το ξαναθυμηθούν το μουρμουρίζουμε σήμερα, σε μια πιο ελεύθερη απόδοση:
Κάποιος έμπορος στη Βαγδάτη έστειλε τον υπηρέτη του στο παζάρι να αγοράσει μερικές προμήθειες. Λίγο αργότερα ο υπηρέτης επέστρεψε κάτασπρος. Με τρεμάμενη φωνή είπε: «Μόλις τώρα στο παζάρι κάποιος μέσα στο πλήθος με έσπρωξε, κι όταν στράφηκα είδα ότι ήταν ο Θάνατος. Με κοίταξε κι έκανε μια απειλητική χειρονομία. Σε παρακαλώ, δάνεισέ μου το άλογό σου γιατί θέλω να πάω στη Σαμάρα, όπου δεν θα μπορέσει εκεί να με βρει.». Ο έμπορος συμφώνησε και δάνεισε στον τρομαγμένο άνθρωπο το άλογό του. Ο υπηρέτης καβάλησε το άλογο κι έφυγε με όσο καλπασμό μπορούσε το ζώο να αναπτύξει. Αργότερα την ίδια μέρα ο έμπορος κατέβηκε στο παζάρι και είδε τον Θάνατο μέσα στο πλήθος. Τον πλησίασε και του είπε: «Γιατί έκανες μια απειλητική χειρονομία στον υπηρέτη μου όταν τον είδες το πρωί;» «Δεν ήταν απειλητική χειρονομία», είπε ο Θάνατος. «Ήταν μόνο μια κίνηση έκπληξης. Ξαφνιάστηκα που τον είδα στη Βαγδάτη, γιατί απόψε έχω ραντεβού μαζί του στη Σαμάρα».
Σοφία Γκαγκούση