Η επιστολή προς τον Εδέσσης υπογράφεται από τον πρόεδρο Οικονόμο Αλέξανδρο και τα μέλη της Διαρκούς Αντιπροσωπείας. Το περιεχόμενό της στηρίζεται στις θέσεις της Νάουσας, είναι όμως ευπρεπής και διπλωματική. Η επιστολή αναφέρει σον Μητροπολίτη Εδέσσης ότι 1. Το Γυμνάσιο κτίζεται σε Κοινοτικό οικόπεδο, ιδιοκτησίας του ιερού ναού της Παναγίας. 2. Το “Σόν Υπουργείον επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως”, εκείνο, διέταξε την ανέγερση του σχολείου στο οικόπεδο αυτό. 3. Η Κοινότητα της Νάουσας, της οποίας τα τέκνα θα φοιτούν στο γυμνάσιο αυτό, θα ευγνωμονεί εσαεί όλους εκείνους οι οποίοι θα συντελέσουν με οποιοδήποτε τρόπο στην απρόσκοπτη λειτουργία της σχολής.
Στη συνέχεια η επιστολή αναφέρεται σε χρέος της Μονής του Προδρόμου, η οποία κατακρατεί τα δικαιώματα του 1/3 του μουκατά από την καλλιέργια των χωραφιών των περιοχών Καραΐδας, Γυμνόβου κλπ και παρακαλεί τον σεβασμιότατο Εδέσσης να παρέμβει. Η επιστολή καταλήγει με τον διορισμό των εκπροσώπων της Διαρκούς Αντιπροσωπείας που στέλνονται στον Μητροπολίτη στην Έδεσσα “προς τον σκοπό της συνεννόησης των δύο όμορων Κοινοτήτων και της διευθέτησης των τυχόν εκκρεμών ζητημάτων”.
Είναι βέβαιο ότι η Νάουσα χρειάζεται το οικόπεδο του Προδρόμου για να μεγαλώσει τον αύλειο χώρο του Γυμνασίου και η επιστολή στοχεύει στη συμβιβαστική διευθέτηση του ζητήματος.
10 Ιουλίου 1922. Οι απεσταλμένοι εκπρόσωποι της Κοινότητας Νάουσας που πήγαν στην Έδεσσα και συνάντησαν τον Μητροπολίτη, ανακοινώνουν στη Γενική Συνέλευση ότι: “ο Μητροπολίτης Βοδενών (Εδέσσης) επείσθη ότι το διδακτήριον του Γυμνασίου κτίζεται επί οικοπέδου ανήκοντος εις την Κοινότητα Ναούσης και ότι δεν κατερρίφθη ουδείς φράχτης, διότι δεν υπήρχε τοιούτος χωρίζων το οικόπεδον, εφ’ ου κτίζεται το Λάππειον, από του αμφισβητουμένου αγρού. Προς τούτοις η ως ανωτέρω επιτροπή η εις ΄Εδεσσαν μεταβάσα ανεκοίνωσε τη Συνελεύσει ότι ο Μητροπολίτης έδειξε μεγάλην προθυμίαν ως προς την παραχώρησιν εις το ανεγειρόμενον σχολείον ίνα χρησιμοποιηθώσιν ως προαύλιον του γειτνιάζοντος αγρού και την κατεδάφισιν απάντων των κελλίων κατόπιν μικράς αποζημιώσεως συμποσουμένης μέχρι δύο χιλιάδων δραχμών προς την ι. Μονήν του Προδρόμου εκ μέρους της Κοινότητος Ναούσης. Η Συνέλευσις λαβούσα γνώσιν των ανωτέρω ενέκρινεν αυτά μολονότι εις ουδεμίαν αποζημίωσιν υποχρεούται η Κοινότης καθόσον το ιδρυόμενον σχολείον είνε δημόσιον και όχι Κοινοτικόν. Απεφάνθη δε ομοφώνως ότι εις την Κοινότητα Ναούσης καθυστερείται από του έτους 1913 παρά της Ι. Μονής του Τιμίου Προδρόμου ποσόν πολύ μεγαλύτερον του αιτουμένου παρά του παν. Μητροπολίτου εις αποζημίωσιν διά τον αγρόν και τα κελλία... Συνεπώς μη παραιτουμένη ήδη των δικαιωμάτων αυτής η Κοινοτική Αντιπροσωπεία, έχουσα δ’ αφ’ ετέρου υπ’ όψει την μη ανθηράν οικονομικήν κατάστασιν της Ι. Μονής του Τιμίου Προδρόμου εγκρίνει την συμψήφισιν του ποσού όπερ δικαιούται να λάβη η Κοινότης παρά της Μονής με την αιτουμένην αποζημίωσιν διά τον αγρόν και τα κελλία”.
Και με αυτά ολοκληρώνονται οι απαραίτητες ενέργειες για την απόκτηση ευρύχωρης αυλής για το υπό ανέγερση Γυμνάσιο. Ολοκληρώνεται, επίσης, η σειρά των δημοσιευμάτων που υποσχέθηκα. Τα αφιερώνω στη μνήμη όλων όσων εργάσθηκαν για το Σχολείο, στο οποίο τόσοι φοιτήσαμε, και πρωτίστως στην Εκκλησία, την τροφό της Παιδείας στα χρόνια εκείνα, και σε μνημόσυνο των αδελφών Φιλίππου Λάππα.