Από το κείμενο του συμβολαίου προκύπτει ότι αγοραστής είναι ο ιερέας του ναού της Παναγίας δεξιάς της Βέροιας Παπα Αποστόλης και η σύζυγός του, πρεσβυτέρα, με το όνομα Δούκενα, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό. Πάντως οι αγοραστές είναι δύο.
Αναφέρονται επίσης οι γείτονες που είναι: ο μακ. Νικόλαος, ο Μούμος Χ"Αντωνίου από την άλλη πλευρά και από την τρίτη ο Μανόλης του πολίτη. Το τέταρτο όριό του είναι ο κοινός δρόμος. Το σπίτι είναι διώροφο με δύο δωμάτια επάνω και ένα κάτω με μαγαζί, έχει μικρή αυλή και ένα πηγάδι. Επιμένω στην περιγραφή για να εκτιμήσουμε το τίμημα. Μικρό ή μεγάλο το τίμημα εξυπηρετεί τον Παπα Αποστόλη και διευκολύνει το μοναστήρι στις ανάγκες της ανοικοδόμησής του.
Άλλα πρόσωπα είναι οι μάρτυρες, επτά τον αριθμό, οι οποίοι ως επίθετα έχουν τα πατρωνυμικά τους και δεν έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η αναγραφή των. Υπάρχουν στο δημοσιευμένο έγγραφο και είναι τα ονόματα και τα πατρώνυμα ευκρινή.
Η χαμηλή τιμή του σπιτιού βάζει σε σκέψεις και γράφτηκε ότι το μοναστήρι ξεπουλάει τα κειμήλιά του και την ακίνητη περιουσία του. Αυτή την περίοδο το μοναστήρι έχει οικονομικές ανάγκες λόγω των εργασιών ανέγερσής του, όμως στηρίζεται σε ενισχύσεις που έχει, πράγμα που αποδεικνύεται από το γεγονός ότι παραγγέλνει την κατασκευή ενός πλούσιου επιταφίου στην Κωνσταντινούπολη, προφανώς για τα εγκαίνια του μοναστηριού.
Τα δύσκολα θα έρθουν αργότερα, μετά την απόφαση του Σουλτάνου περί επανόδου του Ζαφειράκη στη Νάουσα και την περιθωριοποίηση του Μάμαντη. Ο Μάμαντης είχε συμμετοχή ως προύχων στην ανάδειξη εκ νέου του μοναστηριού. Ήταν δανειοδότης του μοναστηριού με μεγάλο ποσό. Το ποσό αυτό ήταν δικό του; Ήταν των προκρίτων ή άλλης προέλευσης; Τα δάνεια για τα ευαγή ιδρύματα είχαν την εγγύηση της διοίκησης της πόλης και της Μητροπόλεως. Ήταν ασφαλή.
Το μοναστήρι, στην προκειμένη περίπτωση, είχε χρόνο μπροστά του για την εξόφληση. Είναι χρήσιμη η γνώση των όσων συμβαίνουν στην πόλη την περίοδο αυτή. Ο Ζαφειράκης ως φυγάς γνωρίζουμε ότι με την άφιξή του στη Θεσσαλονίκη καλύπτεται από το αγγλικό προξενείο. Όταν απεσταλμένοι δολοφόνοι του Αλή τον πυροβολούν στα σκαλοπάτια του προξενείου, φεύγει και κρύβεται για καιρό στο Άγιο Όρος. Μετά από χρόνο ικανό, με την μεσολάβηση μοναχών φθάνει στην Κων/πολη και με αναφορά του, που υποβάλλεται στον Σουλτάνο μέσω της Βαλιντέ Χανούμ, και μετά ετών αγώνες ανατρέπει την κατάσταση.
Ο Αλή υποχρεώνεται να στείλει πίσω την οικογένεια του Ζαφειράκη και να αποσύρει τα στρατεύματά του από τη Νάουσα, η οποία πλέον ζει σε κατάσταση αναμονής της επιστροφής του Ζαφειράκη (περισσότερα: Βαλσαμίδης, Η πάλη της Νάουσας με τον Αλή πασά και οι ξένες δυνάμεις, σελ.183-193 και 209-210).
Στο τέλος της περιόδου αυτής στη Νάουσα εκλέγεται άρχοντας ο Διαμαντής Μπέρσος, ένας από τους μυαλωμένους και ευυπόληπτους πολίτες της Νάουσας. Βοεβόδας επιλέγεται ο Ομέρ Αγάς, αξιωματούχος στην Κωνσταντινούπολη, με καταγωγή από τα μέρη της Ανδριανούπολης (ό.π. σελ. 213). Ο Ζαφειράκης αργεί να επανέλθει κατά δύο τουλάχιστον έτη στη Νάουσα, έως ότου αποκατασταθεί πλήρως η τάξη στην πόλη και η εκεί διαμονή του θα είναι πλέον ασφαλής. Το 1818, εκείνος που νιώθει ανασφαλής, είναι ο Μάμαντης, ο οποίος και καταφεύγει, όχι μόνος, στη Θεσσαλονίκη. Αναρωτήθηκα στις ΨΗΦΙΔΕΣ τι συμβαίνει με τον Μάμαντη. Έγγραφη μαρτυρία του 1818 περιγράφει την κατάσταση του μοναστηριού με τα μελανότερα χρώματα. Για το σπουδαίο αυτό έγγραφο θα μιλήσουμε στη συνέχεια, όπως και για το τι συμβαίνει στη Νάουσα.