Τον Λάμπρο Κυριακίδη τον γνώρισα τις δύσκολες μέρες της κατοχής. Ήταν δεν ήταν τότε τριάντα ετών κι εγώ είχα σχεδόν τα μισά του χρόνια. Διαφορά ηλικίας που τότε μου φαινόταν τεράστια.
Είχε μπει από τους πρώτους στην παρανομία και ήταν γνωστός στην οργάνωση ως «Ξάνθος». Αυτός και κάποιος «Μάνθος» ήσαν τα πιο δραστήρια και ριψοκίνδυνα στελέχη της Αντίστασης στην πόλη.
Στο σπίτι μας ερχόταν τακτικά και απολάμβανε την ποντιακή κουζίνα της μητέρας μας: «Ντο έμνοστα εφτάς τα φαΐα» της έλεγε. Εμείς τα μικρά παιδιά χαιρόμασταν την παρουσία του και καμαρώναμε γι’ αυτήν.
Μια μέρα ήλθε πιο νωρίς από τη συνηθισμένη του ώρα. Κάθισε στο τραπεζάκι της αυλής και απολάμβανε τον καφέ του. Το μάτι του όμως ήταν στην πόρτα: «Αργούνε τα παιδία» έλεγε συνεχώς και η μητέρα μας κατάλαβε πως είχε να μας αναθέσει κάποια συνηθισμένη δουλειά. Όταν «τα παιδία» δηλαδή εγώ και ο ξάδερφός μου ο Αριστείδης ήλθαμε από το σχολείο, μας πήρε παράμερα και με συνωμοτικό ύφος μας είπε πως ήμασταν «σύνδεσμοι» και η δουλειά μας ήταν να μεταφέρουμε παράνομο υλικό. Εκείνη την ημέρα θα έπρεπε να πάμε δύο πιστόλια στον οπλοδιορθωτή που είχε το στέκι του στο χάνι του Ουζούνη.
Την επικίνδυνη αυτή αποστολή χρειάστηκε να την κάνουμε και άλλες φορές. Σε κάποιο δρομολόγιο συνέβη να λαχταρίσουμε. Όμως αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Κάποτε ο Ξάνθος έπαψε να έρχεται. Μάθαμε πως ανέλαβε άλλα καθήκοντα. Τι είδους καθήκοντα είχε αναλάβει και σε ποιον τομέα, δεν το μάθαμε. Άλλωστε, ούτε ενδιαφερθήκαμε να το μάθουμε. Λυπηθήκαμε όμως που χάσαμε την τόσο ευχάριστη συντροφιά του.
Με τον Λάμπρο Κυριακίδη ανταμώσαμε δεκαετίες αργότερα όταν ως υπεύθυνος Πολιτισμού δεχόμουν την επίσκεψή του και το διακριτικό αίτημά του να καλυφθούν από τη Νομαρχία οι δαπάνες κάποιων πολιτιστικών διοργανώσεων της ΠΕΕΑ. Την ίδια εποχή συνεργαστήκαμε για την ανέγερση Μνημείου Πεσόντων σε κάποια χωριά. Ως αρμόδιος αντινομάρχης ανταποκρίθηκα ευχαρίστως. Άλλωστε τότε οι δαπάνες εκφραζόταν σε μονοψήφιο αριθμό χιλιάδων. Όμως θυμάμαι, ποτέ δεν ξεπερνούσαν τις πέντε χιλιάδες ευρώ. Και το πιο σπουδαίο, τα μνημεία ήσαν πραγματικά μνημεία ηρώων.
Πριν από κάποιους μήνες συνάντησα το Λάμπρο στην εκκλησία του χωριού του. Εντυπωσιάστηκα με την πνευματική του διαύγεια. Παραπονέθηκε που δεν του έστειλα το βιβλίο μου όπου αναφερόταν και μια στιχομυθία που είχα κάποτε μαζί του: «Θέλω να το διαβάσω» είπε.
Και το διάβασε. Όταν συναντηθήκαμε την άλλη φορά (και τελευταία) μου είπε τις εντυπώσεις του. Και ομολογώ πως η κριτική του ήταν εύστοχη.
Ας είναι το χώμα που σε σκεπάζει ανάλαφρο αλησμόνητε Λάμπρο. (Θα έλεγα «Ξάνθο» αν μπορούσα να γυρίσω το ρολόι της ιστορίας εβδομήντα χρόνια πίσω. Τότε που εσύ ήσουν τριάντα χρονών κι εγώ τα μισά σου σχεδόν χρόνια).
Ορέστης Σιδηρόπουλος