Δύο ερωτήματα προβάλλει ο αναγνώστης μου στο γράμμα που έστειλε το μεσημέρι της προηγούμενης Τετάρτης. «Γιατί δε γράφεις Επίκαιρε πως ο δημοτικός σύμβουλος που δεν υπέγραψε ποτέ ξεπούλημα δημοτικών οικοπέδων ήταν ο Στάθης Παναγιωτίδης; Και πως το ξεπούλημα δημοτικών εκτάσεων τις πιο πολλές φορές απέβλεπε, όχι στην προσπόριση δημοτικών εσόδων αλλά στην άγρα ψήφων;
Και δεύτερον: «Γιατί στους δρόμους και τις πλατείες που κάποτε κολυμπούσαν στο νερό, επικρατεί σήμερα εικόνα έρημης Σαχάρας;».
Στο πρώτο ερώτημα, την απάντηση την έδωσε ο επιστολογράφος μου. Αντί απάντησης στο δεύτερο, θα παραθέσω παλαιότερες καταστάσεις και πρόσφατα γεγονότα. Και με την ευκαιρία, θα δημοσιοποιήσω στο τέλος, τη συζήτηση που είχα κάποτε με τον υπεύθυνο μελετητή του έργου ανάπλασης της μοναδικής μας πλατείας.
Στο παρελθόν, οι δρόμοι και τα σπίτια της Βέροιας είχαν την ευλογία να δροσίζονται πλουσιοπάροχα με τα νερά του Τριπόταμου. Στην περιοχή «Λοζίτσι», μια μεγάλη ποσότητα νερού έφευγε από το ποτάμι και διοχετευόταν υπογείως στις παρυφές της πόλης, μέχρι Στρατώνα και Γηροκομείο. Εκεί το νερό χωριζότανε στα δυο. Το μισό, κατέβαινε και κινούσε τις μυλόπετρες του Ντάλη. Το άλλο μισό τροφοδοτούσε τους αλευρόμυλους Σαρόγλου και Κουϊκόγλου, ενώ μια μικρότερη ποσότητα εξυπηρετούσε το διπλανό μπατάνι.
Το νερό του Ντάλη, αφού επιτελούσε το ενεργειακό του έργο, κατέβαινε στο αυλάκι που χώριζε την οδό 16ης Οκτωβρίου από τον βλάχικο μαχαλά (τώρα υψώνεται το «Φιλίππειο» γυμνάσιο εκεί). Και περνώντας πλάι από το πλατάνι της πλατείας, κατευθυνόταν ολοταχώς προς το ποτάμι, για να ενωθεί με τα αδέλφια του, τα νερά του Τριποτάμου.
Η δεύτερη φλέβα, πέφτοντας από ψηλά, κινούσε τις πέτρες των άλλων αλευρόμυλων. Το ποταμάκι, (αυτό που αποκαλούμε σήμερα «Παπάκια») περνώντας κάτω από σπίτια και άλλες κατασκευές (όπως το μακαρονάδικο Κατσικαρώνη και ο ηλεκτρικός υποσταθμός), οδηγείτο στις μυλόπετρες του Αποστολίδη. Και αφού εξυπηρετούσε το μύλο του Μάρκου, έπαιρνε την κατηφόρα προς τους Λαδομύλους.
Σ’ όλη τη διαδρομή, τεχνητά παρακλάδια πότιζαν κήπους, αυλές και μπουντουβάγες. Οι άφθονες νεροσυρμές, δρόσιζαν σπίτια, δρόμους και πλατείες.
Την αφθονία του νερού θέλησε να αναδείξει ο μελετητής που ανέλαβε την ανάπλαση της πλατείας Ωρολογίου. Κατέγραψε στις σελίδες της μελέτης του σιντριβανιού (που ποτέ δεν έγιναν σιντριβάνια). Κατέγραψε πισίνες (που ποτέ δεν φιλοξένησαν νερό). Κατέγραψε και μια δωδεκάδα βρύσες (που δεν είχαν ούτε σταλαγματιά νερό, εν τούτοις ακόμη και σήμερα ειδοποιούν τους περαστικούς πως το νερό δεν πίνεται!).
Τον μελετητή αυτόν, μετά από μια εξαίρετη διάλεξη για τα αρχοντικά της Βέροιας που έδωσε στο «Σπίτι των Βλάχων», τον οδήγησα με το πρόσχημα ενός μικρού περιπάτου στην Πλατεία Ωρολογίου, για να διαπιστώσει την κατάντια της. Δικαιολογήθηκε. Μίλησε για κατασκευαστικές αστοχίες. «Για το ηρώο, δεν ενημερώθηκα» είπε. «Και που δεν υπάρχει νερό στις πισίνες και το «σιντριβάνι» δεν είναι δική μου η ευθύνη».
«Καλή νύχτα» μουρμούρισε στο τέλος και έφυγε.
«Καλή νύχτα κύριε Καθηγητά». Καληνύχτα πλατεία Ωρολογίου.
Καληνύχτα Βέροια!
Επίκαιρος