Τα χρόνια γρήγορα περνούν, η χώρα μας βυθίζεται όλο και περισσότερο στο τέλμα μιας βαθιάς κρίσης. Μιας κρίσης πολύπλευρης που ακουμπά κάθε μορφή της νεοελληνικής κοινωνίας. Κρίση πολιτιστική, πολιτική, ηθική και οικονομική, κρίση αξιών, κρίση θεσμών…
Ο εορτασμός της ημέρας του Μακεδονικού Αγώνα στην πόλη μας, την Κυριακή 19 Οκτωβρίου, και η πρόσφατη επέτειος των 110 χρόνων από το θάνατο του Παύλου Μελά, αποτελούν καλή ευκαιρία για να ερευνήσουμε τα αίτια της παρακμής και, κυρίως, για να αναζητήσουμε τη λύση τους ώστε να ανθίσει ξανά το δένδρο του Ελληνισμού.
Ας φωνάξουμε, λοιπόν, όλοι μαζί: "ΔΕΝ ΣΑΣ ΞΕΧΑΣΑΜΕ". Ας θυμηθούμε και ας συγκρίνουμε. Άλλωστε το καλύτερο μνημόσυνο για αυτούς που δεν φοβούνται το θάνατο, είναι η μνήμη. Το ίδιο άλλωστε κάνανε και αυτοί, οι μέγιστοι. Δεν ξεχάσανε ούτε στιγμή τι σημαίνει Ελλάδα και Ελληνισμός, για αυτό και τη ζωή τους δεν την λογαριάσανε. Πόσο αξίζει άλλωστε να ζεις ως δουλάκι (ζήτω τα ευρωληγούρια!). Είναι καιρός να αντιληφθούν οι "ευρωδούλοι" ότι σε αυτόν το τόπο υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που δεν έπαψαν να αγαπούν τον πολιτισμό τους, τη γλώσσα τους, την παράδοσή τους, τη θρησκεία τους, το λαό τους…
ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ, λοιπόν. Άλλος ένας μέγιστος. Νέος, όμορφος, καλογεννημένος, μεγάλωσε σε αστικότατο περιβάλλον, ζούσε σε αρχοντικό, μέσα στα πλούτη και με όλα τα καλά του κόσμου. Ήταν αξιωματικός του ελληνικού στρατού (δηλαδή φορούσε στολή σε μία εποχή που αυτή "μετρούσε" πάρα πολύ), είχε τη γυναίκα του, τα παιδιά του και εξασφαλισμένη καριέρα (μην ξεχνάμε ότι ο πεθερός του υπήρξε και πρωθυπουργός της πατρίδας μας). Ας αναρωτηθούμε τι "καριέρα" είχε τη δυνατότητα να δημιουργήσει!
Όλα αυτά τα πέταξε, τρέχοντας προς το θάνατο. Πως είναι δυνατόν ένας νέος να αγαπά τόσο λίγο τη ζωή του; Και τόσο πολύ την πατρίδα του. Εμείς, οι μέτριοι, είναι δύσκολο να απαντήσουμε στο ερώτημα. Μας είναι δύσκολο να παραδεχθούμε ότι υπάρχουν και οι άλλοι, που με το θάνατό τους ισοπεδώνουνε τη μετριότητα.
Αυτός ήταν ο Παύλος μας. Ο δικός μας Παύλος. Αυτός που πίστευε ότι με το θάνατό του θα έδινε ζωή στο έθνος. Και καλά πίστευε. Με το θάνατό του ξύπνησαν οι κοιμισμένοι, δυνάμωσαν οι αδύναμοι (όχι εγώ!), ήπιαν νερό οι διψασμένοι.
Ο θάνατος του παλικαριού, ο θάνατος του ωραίου (όχι μοντέλου κορίτσι μου!), ο θάνατος του ήρωα έδωσε πνοή στον αγώνα μας τότε και θα έπρεπε να εμπνέει τον δικό μας αγώνα, σήμερα. Και ας αφήσουν τις εξυπνάδες οι διάφοροι ευρωδούλοι. Εάν δεν υπήρχαν οι άλλοι, οι ξένοι, να μας βοηθήσουν (μας έδωσαν δάνεια!), τι θα κάναμε; Θα κάναμε αυτό που έχουμε μάθει να πράττουμε αιώνες τώρα. Να αγωνιζόμαστε για ιδέες και αξίες (όχι για το χρηματιστήριο ξεφτίλες!), να νικάμε και να ΠΑΡΑΓΟΥΜΕ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ.
Γνωρίζετε κύριοι πόσες φορές ο Παύλος μίλησε στους πολιτικούς μας για τη Μακεδονία; Και εκείνοι τι έκαναν; Αναμένανε την κατάλληλη στιγμή. Δικαιολογίες. Ανοησίες.
Εάν δεν υπήρχε ο Παύλος μας, ακόμα θα περιμέναμε πότε κάποιοι θα τελειώσουν τα παιχνίδια της γεωπολιτικής. Θα περιμέναμε ακόμα να ξυπνήσουν, να αποφασίσουν να αφήσουν την ησυχία τους και την καλοπέρασή τους. Ακόμα θα περιμέναμε… και δεν θα υπήρχαν ο Μητσάρας μου, η Φωτεινούλα μου, η Σοφούλα μου, ο Ιασονάκος μου και το Τζοαννάκι μου! Δεν θα υπήρχαν οι γονείς μου, τα αδέλφια μου, οι συγγενείς μου. Δεν θα υπήρχαν οι φίλοι μου. Ούτε εσείς θα υπήρχατε.
13 Οκτωβρίου 1904. Ένα βράδυ στη Στάτιστα της Μακεδονίας. Ο καιρός βροχερός. Η ατμόσφαιρα μουντή - σκοτεινή. Λες και ήξερε. Το σπίτι όπου κατέφυγε ο Παύλος Μελάς, για να στεγνώσουν οι άνδρες του, περικυκλώνεται από τουρκικό απόσπασμα που στόχο του είχε τον Βούλγαρο Μήτρο Βλάχο (ο οποίος είχε στείλει μία γυναίκα να πει ότι αυτός κρυβόταν τάχα εκεί). Οι πυροβολισμοί καλά κρατούν. Τούρκοι, παντού. Τα παλικάρια μας κατεβαίνουν στο σταβλάκι του σπιτιού, φοβούμενοι μην τους βάλουν φωτιά και καούν. Ο αρχηγός βγαίνει να κάνει αναγνώριση. Ακούγεται μία τουφεκιά. Ο αντρειωμένος γυρνά πίσω, λαβωμένος: "Με χτύπησαν παιδιά". Βγάζει από το λαιμό του το σταυρό, φωνάζει έναν από τους συντρόφους του: "να το δώσεις στη γυναίκα μου και το τουφέκι στο γιο μου. Να του πεις ότι το καθήκον μου το έκανα" (ευτυχώς που δεν το έκανε όπως το κάνουν κάποιοι άλλοι εδώ και 40 χρόνια!).
Αυτό ήταν. Ο θάνατος του Μελά διαδόθηκε σαν αστραπή στην Αθήνα. Οι Έλληνες ξύπνησαν. Άντρες, γυναίκες, γέροντες και νέοι δάκρυσαν, έκλάψαν, θύμωσαν, οργίστηκαν, πετάχτηκαν από τον καναπέ. Επιτέλους "είχε βρεθεί" η σπίθα που άναψε τη φωτιά. Η Μακεδονία υπήρχε, αφού ο Παύλος πήγε και σκοτώθηκε για αυτήν! Έπαψε έτσι η υπόθεση της Μακεδονίας να είναι υπόθεση λίγων Ελλήνων. Έγινε υπόθεση όλου του Ελληνισμού.
Και έτσι ήρθε η λευτεριά και … ο φραπές που πίνω, εγώ, ο ηλίθιος!
Και τότε, φίλοι μου, είναι σίγουρο πως θα υπήρξαν έλληνες που είπαν:
"Τι χαζός να πάει να σκοτωθεί!"
"Τι ήθελε και έτρεχε στα βουνά και στα λαγκάδια. Δεν φοβόταν;"
"Ήταν πατριώτης ο καημένος (όχι ο Καμμένος)",
"Κρίμα στα νιάτα του. Πήγε αδικοχαμένος. Τίποτα δεν θα γίνει με το θάνατό του. Ζωντανός θα ήταν πιο χρήσιμος"
… ότι ακριβώς θα συνέβαινε και σήμερα.
Κακά τα ψέματα, φίλοι μου.
Όταν ζούμε μέσα στη μετριότητα και την παραίτηση, όταν σερνόμαστε μέσα στο βούρκο και στη λάσπη, τότε τα πράγματα μπορούν να αντιστραφούν μόνο εάν εμφανιστεί ένας ηγέτης ικανός να μας εμπνεύσει. Ένας ηγέτης που δεν θα φοβηθεί να φορτωθεί τις αμαρτίες γενιών και γενιών, να αναλάβει ευθύνες, να τολμήσει, να αναλάβει πρωτοβουλίες. Και έτσι να κερδίσει στο πλευρό του τον λαό. Αφυπνισμένο, πρόθυμο να παλέψει μαζί του, ότι και εάν συνεπάγεται αυτό.
Χρόνια μας πολλά και ευλογημένα!